Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ο τέταρτος υψηλότερος σε συχνότητα εμφάνισης και ο δεύτερος σε θνησιμότητα σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία από τις ΗΠΑ. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής), Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα της πρόσφατης δημοσίευσης των Amir Qaseem και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Annals of Internal Medicine.
Οι συστάσεις συνοψίζονται σε 4 κύρια σημεία:
- Ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του παχέος εντέρου σε ασυμπτωματικούς ενήλικες μέσου κινδύνου θα πρέπει να ξεκινάει σε ηλικία 50 ετών.
- Οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να μην προχωρούν σε προσυμπτωματικούς ελέγχους για ενήλικες μέσου κινδύνου μεταξύ 45 και 49 ετών. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σταθμίζονται τα οφέλη και οι πιθανοί κίνδυνοι από τη διενέργεια προσυμπτωματικού ελέγχου σε αυτή την πληθυσμιακή ομάδα.
- Ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του παχέος εντέρου θα πρέπει να σταματάει σε ασυμπτωματικούς ενήλικες μέσου κινδύνου ηλικίας άνω των 75 ετών ή σε ασυμπτωματικούς ενήλικες μέσου κινδύνου με προσδόκιμο ζωής λιγότερο από 10 έτη.
- Οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει να επιλέξουν μια δοκιμασία προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο του παχέος εντέρου σε συνεννόηση με τον ασθενή τους με βάση μια συζήτηση για τα οφέλη, τις βλάβες, το κόστος, τη διαθεσιμότητα, τη συχνότητα και τις αξίες και τις προτιμήσεις του ασθενούς.
Οι δοκιμασίες προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο του παχέος εντέρου περιλαμβάνουν: ανοσοχημική εξέταση κοπράνων ή εξέταση κοπράνων για ύπαρξη αίματος με δοκιμασία υψηλής ευαισθησίας γουαϊακίου κάθε 2 χρόνια, κολονοσκόπηση κάθε 10 χρόνια ή σιγμοειδοσκόπηση κάθε 10 χρόνια συν μια ανοσοχημική εξέταση κοπράνων κάθε 2 χρόνια. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται εξετάσεις για προσυμπτωματικό έλεγχο καρκίνου του παχέος εντέρου όπως ο έλεγχος για DNA κοπράνων, κολονογραφία με αξονική τομογραφία, ενδοσκόπηση με κάψουλα, εξετάσεις ούρων ή περιφερικού αίματος.