Σε μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας θα εξελιχθούν τα πολυανθεκτικά μικρόβια στο εγγύς μέλλον, προειδοποίησε χθες Πέμπτη ο Νικόλαος Σύψας, Καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας Λοιμώξεων στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Μελέτη επιτροπής του βρετανικού συστήματος Υγείας που επικαλέστηκε ο καθηγητής προβλέπει ότι το 2050 η πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως θα είναι οι λοιμώξεις λόγω πολυανθεκτικών μικροβίων.
Σύμφωνα με τον ίδιο, δύο ανθεκτικά μικρόβια απασχολούν τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Πρόκειται για τα gram αρνητικά μικρόβια και τον μύκητα Candida Auris, που πυροδοτούν ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις σε όλα τα συστήματα υγείας περιλαμβανομένου και του ελληνικού, «συμμετέχοντας» ενεργά στους θανάτους που σημειώνονται στις ειδικές μονάδες (πχ ΜΕΘ, ΜΑΦ, ΜΕΛ κ.α.).
«Έχουμε τουλάχιστον ένα κρούσμα από Candida Auris σε κάθε νοσοκομείο, παγκοσμίως. Πρόκειται για μύκητα με υψηλή θνητότητα λόγω της ανθεκτικότητας του σε πολλά αντιμυκητιασικά φάρμακα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Σύψας. Ενδεικτικό του προβλήματος των πολυανθεκτικών μικροβίων, λόγω της κατάχρησης αντιβιοτικών, της κακή υγιεινής των χεριών και ποικίλων περιβαλλοντικών παραγόντων, είναι το παράδειγμα κεντρικού νοσοκομείου της Νέας Υόρκης που χρειάστηκε να γκρεμιστεί μια ολόκληρη πτέρυγα του προκειμένου να εκριζωθεί ο Candida Auris.
Αν και τα ποσοστά θνητότητα διαφέρουν σημαντικά ανά γεωγραφική περιοχή του πλανήτη και ανάλογα με τον πληθυσμό των ασθενών που πλήττει, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής κυμαίνεται από 30% έως 60%.
Μελέτες (Piedrahita et al., 2017; Welsh et al., 2017) έχουν δείξει ότι ο μύκητας μπορεί να επιβιώσει και να πολλαπλασιάζεται σε επιφάνειες για τουλάχιστον 14 ημέρες, ενώ έχει εντοπιστεί σε μολυσμένα στρώματα για έως και 7 συνεχείς ημέρες (Biswal et al., 2017).
Αναφερόμενος στο θέμα ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Υγείας (ΕΟΔΥ), Καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ, Θεοκλής Ζαούτης χθες σε τηλεοπτικές του δηλώσεις εξήγησε ότι «αυτό το μικρόβιο – μύκητας βρίσκεται μόνο στα νοσοκομεία. Αντιμετωπίζεται στα πλαίσια των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Βλέπουμε μια αύξηση στην αντοχή στα αντιβιοτικά και το συγκεκριμένο έχει αναπτύξει ανθεκτικότητα στα κοινά φάρμακα που χρησιμοποιούμε για να καταπολεμήσουμε τους μύκητες».
Στην Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει η συστηματική καταγραφή των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων και των θανάτων που αυτές προκαλούν σε επιλεγμένα νοσοκομεία βάσει συγκεκριμένων ιατρικών κριτηρίων που έχει ορίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ώστε να εντοπιστούν οι παράγοντες θνησιμότητας στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Δυστυχώς η χώρα μας τόσο πανευρωπαϊκά όσο και παγκοσμίως κατέχει αρνητική πρωτιά στους θανάτους από πολυανθεκτικά μικρόβια.
To προφίλ του Candida Auris
Ο C.Αuris εντοπίστηκε πρώτη φορά το 2009 στην Ιαπωνία και μια αναδρομική μελέτη που έγινε τότε έδειξε ότι υπήρχαν στελέχη του το 1996 στη Νότια Κορέα.
Έχει χαρακτηριστεί από φορείς όπως το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) και τον αντίστοιχο αμερικανικό φορέα CDC, ως «σοβαρή παγκόσμια απειλή» για τρεις λόγους:
α) έχει αναπτύξει πολυανθεκτικότητα, δηλαδή είναι ανθεκτικός σε πολλά αντιμυκητιασικά φάρμακα που χορηγούνται συνήθως για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων που προκαλουν οι μύκητες της οικογένειας Candida, ενώ κάποια στελέχη του είναι ανθεκτικά και στις τρεις διαθέσιμες κατηγορίες αντιμυκητιασικών φαρμάκων,
β) είναι δύσκολο να εντοπιστεί με απλές εργαστηριακές μεθόδους (εντοπίζεται συνήθως σε καλλιέργειες αίματος ή άλλων σωματικών υγρών) ή μπορεί να γίνει λάθος διάγνωση οδηγώντας και σε μη ορθή αντιμετώπιση,
γ) μπορεί να προκαλέσει επιδημίες σε νοσοκομειακές δομές γι’ αυτό και είναι σημαντικό να εντοπίζεται εγκαίρως σε νοσηλευόμενους ασθενείς και να λαμβάνονται άμεσα μέτρα για τη μη διασπορά του.
Τον περασμένο Φεβρουάριο το ECDC ανακοίνωσε ότι στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην περιοχή της Λιγουρίας είχε ξεσπάσει επιδημία κρουσμάτων C. Auris και είχαν τουλάχιστον 277 περιπτώσεις ασθενών. Το πρώτο κρούσμα είχε αναφερθεί σε ιταλικό νοσοκομείο τον Ιούλιο του 2019 και τον Φεβρουάριο του 2020 εντοπίστηκε σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) Covid-19 στο ίδιο νοσοκομείο. Τα 277 κρούσματα αφορούσαν οκτώ μονάδες υγείας της Λιγουρίας και 11 κρούσματα είχαν αναφερθεί στη συνέχεια στη γειτονική περιοχή της Εμιλία-Ρομάνα.
Παρά το γεγονός ότι ο μύκητας «προτιμά» άτομα που νοσηλεύονται ήδη σε νοσοκομεία ή διαβιούν σε κλειστές δομές (π.χ. κέντρα αποθεραπείας), μπορεί να προσβάλλει και υγιή άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας. Μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που ο C.Auris έχει αποικίσει τον οργανισμό τους, δηλαδή υπάρχει στον οργανισμό τους χωρίς όμως να τους προκαλεί συμπτωματολογία. Αυτό ενέχει περαιτέρω κίνδυνο διασποράς του μύκητα χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό.
Γενικά ο C.Auris εξαπλώνεται από άτομο σε άτομο μέσω της επαφής με αντικείμενα ή ιατρικό εξοπλισμό (όταν μιλάμε για το νοσοκομειακό περιβάλλον) όταν δεν έχει γίνει σωστή αντισηψία των χεριών και απολύμανση των χώρων. Μόλις ο μύκητας «μπει» στον οργανισμό – μέσω μιας ανοιχτής πληγής, της αιματικής κυκλοφορίας ή του ακουστικού πόρου – προκαλεί πυρετό και ρίγη που δεν υποχωρούν με τα κοινά αντιβιοτικά. Στη συνέχεια μπορεί να προκαλέσει σηψαιμία και σοβαρές επιπλοκές σε διάφορα όργανα του σώματος.
Η ταχύτητα και η σφοδρότητα με την οποία θα πλήξει τον οργανισμό εξαρτάται από την αρχική κατάσταση του ασθενή. Οι πλέον ευάλωτοι θεωρούνται οι ανοσοκατασταλμένοι, τα άτομα αναπνευστικές δυσχέρειες, όσοι έχουν σωληνάκια σίτισης ή ενδοφλέβιους καθετήρες. Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι: η συχνή χρήση αντιμυκητιασικών φαρμάκων, το βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό και πρόσφατο ιστορικό χειρουργικής επέμβασης.
Για το λόγο αυτό συνιστάται η λεπτομερής αντισηψία των χεριών του υγειονομικού προσωπικού με αλκοολούχα αντισηπτικά διαλύματα αν δεν είναι εμφανώς λερωμένα, ενώ σε περίπτωση που υπάρχει εμφανής βρωμιά πρώτα πρέπει να προηγείται καλό πλύσιμο με νερό και σαπούνι.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση
Όπως προαναφέρθηκε ο Candida Auris προκαλεί πολλούς θανάτους λόγω της μεγάλης αντοχής του στα υπάρχοντα αντιμυκητιασικά φάρμακα (εχινοκανδίνες). Ωστόσο υπάρχουν μια σειρά σκευασμάτων που χορηγούνται στους ασθενείς, όπως η φλουκοναζόλη, η αμφοτερισίνη Β ή η βορικοναζόλη.
Αν ο ασθενής ανταποκρίνεται στο θεραπευτικό σχήμα σε ένα εύρος 14 ημερών από την έναρξη της αγωγής μπορεί να αρχίσει να γίνεται εμφανής η βελτίωση στον οργανισμό του. Ωστόσο, επειδή συνήθως πλήττει άτομα με ήδη βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό, η αντιμετώπιση του C. Auris τίθεται στο συνολικό πλαίσιο της αγωγής που χορηγείται.