Αποκλειστική συνέντευξη στον Γρηγόρη Τζιοβάρα
Μπαίνοντας κανείς αυτές τις μέρες στο Μέγαρο Μαξίμου η πρώτη εμφανής διαφορά που βλέπει σε σχέση με το παρελθόν είναι τα διάσπαρτα παντού μπουκαλάκια με αντισηπτικό για τα χέρια και η τήρηση των κανόνων προσωπικής υγιεινής. Η πανδημία του κορωνοϊού δεν κάνει εξαιρέσεις και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να το έχει συνειδητοποιήσει πλήρως. «Τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Και έχουμε υποχρέωση να προειδοποιήσουμε την κοινή γνώμη ότι ο επόμενος μήνας θα είναι πολύ δύσκολος», δηλώνει στο «ΘΕΜΑ», καθώς μας υποδέχεται στο πρωθυπουργικό γραφείο χωρίς να ανταλλάξουμε χειραψίες, όπως επιβάλλουν πλέον οι κανόνες για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού.
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα έχουμε αύξηση των κρουσμάτων, θα έχουμε αύξηση των σοβαρών κρουσμάτων, άνθρωποι θα χάσουν τη ζωή τους, να το ξέρουμε αυτό», μας επισημαίνει. «Το σημαντικό είναι να περιορίσουμε τον αριθμό στο ελάχιστο και να μη χάσουν τη ζωή τους άνθρωποι που θα μπορούσαν να είχαν σωθεί – αυτή είναι η μεγάλη προσπάθεια. Αυτό είναι το κύριο μέλημά μας». Μιλάει ήρεμα και αργά. Μετράει κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα του. Δείχνει ψύχραιμος, αν και μας εκμυστηρεύεται ότι φίλοι του τού είπαν ότι στο τηλεοπτικό μήνυμα που απηύθυνε προς τους πολίτες την Τετάρτη έμοιαζε κουρασμένος. Δεν το αρνείται, αλλά δεν δίνει σημασία.
«Το ζήτημα κάθε στιγμή είναι πώς θα πάρω τις αποφάσεις τις οποίες παίρνω σε καθημερινή βάση, βάζοντας στον υπολογιστή του μυαλού μου όλα τα δεδομένα που έχω, αλλά εμπιστευόμενος και τη διαίσθησή μου», μας λέει ο πρωθυπουργός . Μας εξηγεί ότι στο θέμα του κορωνοϊού είχε τη διαίσθηση ότι πρέπει να πάμε πιο γρήγορα. «Και τώρα την έχω», συμπληρώνει. «Γι’ αυτό θα πάρουμε κι άλλα μέτρα. Βλέπω το πρόβλημα. Βλέπω τι γίνεται αλλού. Δεν θα περιμένω να σκάσει η κρίση. Διότι τρεις, τέσσερις ή πέντε μέρες, μία βδομάδα μπορεί να κάνουν διαφορά στην πορεία την οποία θα έχουμε».
«Εχω διαβάσει πάρα πολύ για να ενημερωθώ ο ίδιος για τη φύση της αρρώστιας», μας αποκαλύπτει στην πορεία της συζήτησης. «Διαβάζω μελέτες και αναλύσεις, έχω γίνει ερασιτέχνης επιδημιολόγος», συμπληρώνει γελώντας. «Γιατί πρέπει να ξέρω ώστε να κάνω τις σωστές ερωτήσεις. Δεν περιμένω και δεν έχω την απαίτηση να έχω τις απαντήσεις, αλλά πρέπει να ξέρω τις ερωτήσεις τις οποίες πρέπει να κάνω. Και να ξέρουν και εκείνοι που με ενημερώνουν ότι ξέρω ώστε να μην ωραιοποιούμε την κατάσταση, διότι υπάρχει συχνά μια τέτοια τάση. Η δουλειά μου, λοιπόν, είναι να κάνω τις σωστές ερωτήσεις και να κρίνω μετά ότι οι απαντήσεις είναι επαρκείς ή όχι».
«Η δική μου δουλειά είναι διπλή», αναφέρει ο πρωθυπουργός σε μια άλλη αποστροφή της συνομιλίας μας. «Η μία δουλειά είναι να εκφέρω τον πολιτικό λόγο εκείνο ώστε να περνάω μηνύματα στην κοινωνία τα οποία πρέπει να περάσω. Η δεύτερη δουλειά είναι να είμαι με το μαστίγιο πάνω από όλους τους αρμόδιους και τους συναρμόδιους ώστε να σιγουρευτούμε ότι τα πράγματα τα οποία λέμε θα γίνουν στον χρόνο που πρέπει να γίνουν. Και ταυτόχρονα να μπορούμε να έχουμε και όλη τη γνώση και την επιστημονική κατάρτιση για να παίρνουμε σωστές αποφάσεις».
Να μην πέσουν μαζί όλα τα περιστατικά
Ξεκινάμε τη συνομιλία μας με την επισήμανση ότι αυτό που βιώνουμε αυτή την περίοδο πολλοί το χαρακτηρίζουν με τον όρο «τέλεια καταιγίδα» που προέρχεται από τη Μετεωρολογία. «Δεν μου αρέσει η αναλογία», απαντά ο πρωθυπουργός. «Μου θυμίζει την ταινία “Τέλεια καταιγίδα” στην οποία ο πρωταγωνιστής Τζορτζ Κλούνεϊ κατέληξε να πνιγεί με όλο του το πλήρωμα».
Πώς το βιώνει λοιπόν ο ίδιος; «Αυτό το οποίο μπορώ να σου πω είναι ότι σίγουρα δεν φανταζόμουν όταν ανέλαβα πρωθυπουργός, που η πρώτη προτεραιότητα τότε ήταν η οικονομία και η δημόσια τάξη, ότι θα βρεθούμε ξαφνικά να αντιμετωπίζουμε ταυτόχρονα δύο πολύ σημαντικές κρίσεις: μια κρίση έξαρσης του Προσφυγικού υποκινούμενη ουσιαστικά από την Τουρκία, και ταυτόχρονα μια τεράστια παγκόσμια κρίση δημόσιας υγείας, η οποία φαίνεται να παίρνει και διαστάσεις οι οποίες είναι απρόβλεπτες και σίγουρα θα έχει και σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία».
Πότε συνειδητοποίησε η κυβέρνηση την έκταση που θα μπορούσε να λάβει το ζήτημα του κορωνοϊού; «Από τη στιγμή που υπήρξε ενεργή διασπορά του προβλήματος έξω από την Κίνα, ήταν πολύ ξεκάθαρο για μας -το έλεγαν και οι δικοί μας ειδικοί- ότι αργά ή γρήγορα θα έφτανε και στην Ελλάδα. Οπως θα πήγαινε και σε όλες τις χώρες».
«Γνωρίζαμε ότι ήταν μια πανδημία πολύ πριν ανακοινωθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και επίσημα», εξηγεί ο πρωθυπουργός, «και γι’ αυτό σπεύσαμε να πάρουμε μέτρα πολύ νωρίτερα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτό το οποίο όλοι θέλουμε να πετύχουμε αυτή τη στιγμή». Τι είναι αυτό που θέλουμε; «Να κερδίσουμε χρόνο έτσι ώστε να μην επιβαρυνθεί δυσανάλογα πολύ το σύστημα υγείας μας με πολλά περιστατικά τα οποία θα πέσουν πάνω στα νοσοκομεία μας και θα έχουν δυσκολία να ανταποκριθούν».
«Το μεγάλο πρόβλημα με αυτή την ασθένεια δεν είναι το 80% ή 85% που θα την περάσουν χωρίς καλά-καλά να την καταλάβουν», επισημαίνει. «Είναι οι ευάλωτοι, όσοι έχουν χρόνιες παθήσεις, οι ηλικιωμένοι οι οποίοι μπορεί να χρειαστούν νοσοκομειακή περίθαλψη ή μπορεί να χρειαστούν πρόσβαση σε Εντατική και σε κάποιου είδους αναπνευστική υποστήριξη».
«Δεν θέλουμε τα περιστατικά αυτά να πέσουν όλα μαζί», μας λέει. «Και γι’ αυτό και μιλάω τόσο έντονα για την έννοια της ατομικής ευθύνης. Διότι εμείς μεν μπορεί να αρρωστήσουμε και να μην πάθουμε τίποτα, αλλά αν κολλήσουμε κάποιον άνθρωπο ο οποίος είναι ηλικιωμένος ή αν επιτρέψουμε με τη συμπεριφορά μας να διασπαρεί ο ιός με μεγαλύτερη ταχύτητα, οι επιπτώσεις για κάποιον άλλον συνάνθρωπό μας, τον οποίο πιθανώς και να μη γνωρίζουμε, να είναι δραματικές».
Έκκληση για τις μετακινήσεις
Η συζήτησή μας πάει στην Ιταλία και τους κινδύνους να χάσουμε κι εμείς το παιχνίδι όπως οι γείτονες. «Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να μη συμβεί», μας λέει, αλλά δεν κρύβει την ανησυχία του ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί με μαθηματική βεβαιότητα ο ρυθμός διασποράς του ιού. «Εάν κάνουμε όλοι αυτό το οποίο πρέπει, δεν θα γίνουμε Ιταλία», διαβεβαιώνει. Σπεύδει, ωστόσο, να υπογραμμίσει ότι «αυτό είναι κάτι το οποίο ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες ενός πρωθυπουργού, ενός κράτους και ενός συστήματος υγείας».
Μας μεταφέρει με την ευκαιρία την εικόνα που του είχε δώσει λίγο νωρίτερα ένας φίλος του από τα Χανιά, όπου τα καφενεία εξακολουθούν να έχουν πολύ κόσμο. «Είναι λάθος αυτό. Είναι πρόβλημα», μας λέει με πιο έντονη φωνή. «Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι πρέπει να περιορίσουν οι ίδιοι τις μετακινήσεις τους», υπογραμμίζει.
«Κάνω ακόμα μία έκκληση μέσα από την εφημερίδα σας να κάθονται όσο το δυνατόν περισσότερο στο σπίτι και να απομονώνονται διότι είναι οι πιο ευάλωτοι και αυτοί οι οποίοι ενδεχομένως να χρειαστούν νοσοκομειακή περίθαλψη», συνεχίζει. Οι κίνδυνοι θα μειωθούν «αν όλοι κάνουμε αυτά που πρέπει, τηρούμε τα μέτρα ατομικής υγιεινής και περιορίσουμε τις κοινωνικές μας συναναστροφές, αν κάνουμε δηλαδή αυτό που στα αγγλικά λέγεται social distancing».
«Κανένα κράτος δεν μπορεί να ελέγξει το πρόβλημα σε απόλυτο βαθμό», μας λέει. «Αυτό που μπορεί να κάνει το κράτος -και το οποίο έχουμε κάνει- είναι να παίρνει σταδιακά ολοένα περισσότερα μέτρα για να περιορίσει τις κοινωνικές συναθροίσεις. Αυτό κάναμε, αυτό κάνουμε, αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε», σημειώνει.
«Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτό θα έχει σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο, αλλά δεν είναι αυτή η κύρια προτεραιότητά μας αυτή τη στιγμή. Πρώτη μας προτεραιότητα είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής», υπογραμμίζει. Και δηλώνει έτοιμος να πάρει έγκαιρα και χωρίς καθυστέρηση κάθε μέτρο που απαιτείται.
Είμαι αρκετά εκτεθειμένος
Οταν η συζήτηση παίρνει πιο προσωπική τροπή, του επισημαίνουμε ότι με την Ανγκελα Μέρκελ δεν χαιρετήθηκαν μεν στο Βερολίνο, αλλά στους διαδρόμους του Ελληνογερμανικού Φόρουμ πολλοί άνθρωποι τον πλησίασαν για να βγάλουν μαζί του selfies. «Με προβλημάτισε πολύ το θέμα», μας λέει με σκεπτικισμό. «Είπα, όμως, στον εαυτό μου ότι δεν μπορώ να μπω σε γυάλα. Θα συνεχίσω να δουλεύω, δεν μπορώ να σταματήσω να έρχομαι σε επικοινωνία με κόσμο, προσπαθώ να γίνεται αυτό στο μέτρο του απαραίτητου και όπου γίνεται με τηλεργασία».
Του πέρασε από τον νου ότι μπορεί να πληγεί και ο ίδιος; «Μπορεί να έχω κι εγώ τον ιό και να μην το ξέρω. Προς το παρόν δεν έχω κανένα σύμπτωμα, άρα δεν έχω λόγο να εξεταστώ. Αν είχα σύμπτωμα, θα εξεταζόμουν. Ξέρω ότι ίσως είμαι αρκετά εκτεθειμένος αυτή τη στιγμή επειδή έχω πάρα πολλές επαφές. Αλλά έχω και μια δουλειά να κάνω και πρέπει να την κάνω».
Στο εύλογο ερώτημα αν ανησυχεί σε προσωπικό επίπεδο, η απάντησή του είναι αρνητική. «Δεν είμαι πια νέος, μεσήλιξ είμαι, αλλά σε καλή κατάσταση», συνεχίζει γελώντας. «Εχω μια ευθύνη προφανώς να προστατευτώ, αλλά από την άλλη δεν μπορώ να σταματήσω και να δουλεύω».
Κάνει, δηλαδή, ό,τι έκανε και πριν; Οχι. «Περιορίζω κι εγώ τις δημόσιες εμφανίσεις μου, όπως κάνουμε όλοι. Δεν μπορώ εγώ να μη δίνω το παράδειγμα. Πρέπει να σας πω ότι το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί πολύ οι τηλεδιασκέψεις. Δεν θα σταματήσω να δουλεύω, δεν θα σταματήσω να κάνω συσκέψεις. Ομως όλα προσαρμόζονται στις ανάγκες της εποχής. Ούτε μπορώ να ελέγχω τον καθένα με τον οποίο συναναστρέφομαι αν έχει τον κορωνοϊό ή όχι. Αρα είναι ένα ρίσκο το οποίο αναλαμβάνω».
Στο σπίτι παίρνουν μέτρα; «Η Μαρέβα με κυνηγάει. Της λέω: “Στο τέλος θα μου τον κολλήσεις εσύ τον ιό με όλα αυτά τα οποία κάνεις”», μας απαντά γελώντας. «Αλλά ειλικρινά κάνω αυτά τα οποία πρέπει να κάνω», συμπληρώνει. Και τα παιδιά της οικογένειας που είναι στο εξωτερικό; «Ο γιος μου γυρίζει διότι έκλεισε το πανεπιστήμιό του στην Αμερική και μεταπίπτει και αυτός σε καθεστώς τηλεκπαίδευσης. Η κόρη μου είναι στο Λονδίνο και δουλεύει. Ακόμη δεν έχουν τέτοιους περιορισμούς, αλλά το βλέπω να έρχεται…».
«Είναι μια ευκαιρία να βρεθούμε όλοι μαζί και να περάσουμε περισσότερο χρόνο στο σπίτι», προσθέτει. «Και νομίζω αυτή είναι η συμβουλή την οποία μπορώ να δώσω: περισσότερο χρόνο στο σπίτι, λιγότερο χρόνο έξω, μικρές συναθροίσεις. Είναι τα ίδια τα οποία είπα στο μήνυμα για τους νέους: Αν είναι να αθλείστε, καλύτερα να αθλείστε έξω. Πηγαίνετε για ένα τρέξιμο μόνοι σας ή κάντε ποδήλατο, κάτι που να σας βγάλει σε εξωτερικό χώρο. Και βέβαια, πάρα πολύ μεγάλη φροντίδα στους ηλικιωμένους».
Κι εγώ πήγα να ανάψω ένα κερί, αλλά μόνος
Ο πρωθυπουργός σχολιάζει με αυστηρότητα αλλά και συμπάθεια τη στάση της Εκκλησίας. «Μίλησα ανοιχτά», μας λέει, και όταν τον ρωτάμε γιατί έπρεπε να περιμένουμε τη δική του τοποθέτηση και όχι συνεργατών του για το ζήτημα που έχει ανακύψει σχετικά με τον εκκλησιασμό, είναι κατηγορηματικός: «Είναι ένα θέμα που κατεξοχήν πρέπει να πάει στον πρωθυπουργό». Και συμπληρώνει: «Κοιτάξτε, εμείς ήμασταν σε ένα διάλογο με την Εκκλησία και καταλαβαίνω τη θεολογική διάσταση του θέματος. Το αντιλαμβάνομαι. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα δεν έχει λυθεί το ζήτημα αυτό και δεν πρόκειται να λυθεί μέσα σε μία εβδομάδα...».
«Περιμένω όμως τη συνεργασία της Εκκλησίας», σπεύδει να μας πει. «Και θα είμαι πάρα πολύ ειλικρινής. Πρέπει να περιορίσουμε τη μαζική προσέλευση στις εκκλησίες. Πιστεύω ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα. Και εγώ το έχω. Μια φορά πήγα μόνος μου στην εκκλησία, άναψα ένα κερί, έκανα τον σταυρό μου και είπα αυτά τα οποία έπρεπε να πω στον εαυτό μου. Το πρόβλημα είναι η μαζική προσέλευση στις εκκλησίες. Και γι’ αυτό θέλω τη συνεργασία και τη βοήθεια της Εκκλησίας ώστε, στον βαθμό που είναι εφικτό, να έχουμε κι εκεί ένα διαχωρισμό».
Στην επισήμανση ότι κάποιοι ιεράρχες φάνηκαν συγκριτικά πιο ανοιχτόμυαλοι από άλλους, ο πρωθυπουργός δεν θέλει να κάνει διαχωρισμό: «Δεν έχω την απαίτηση, ξέρετε, πάντα η Εκκλησία να κινείται με τους ρυθμούς που κινείται η Πολιτεία. Αλλά νομίζω ότι οι παροτρύνσεις έχουν γίνει και πιστεύω ότι αν το δει κανείς και από την πλευρά ενός πιστού δεν θα εκληφθεί ως αμαρτία αν δεν παρακολουθήσει τους Χαιρετισμούς ή αν την Κυριακή δεν πάει στην εκκλησία. Μπορεί κάποια στιγμή να περάσει μέσα στην εβδομάδα να ανάψει ένα κεράκι».
«Τις μαζικές συναθροίσεις θέλουμε να αποφύγουμε και κυρίως τις μαζικές συναθροίσεις ανθρώπων που εξ ορισμού είναι ευπαθείς. Διότι η αλήθεια είναι ότι το ποίμνιο της Εκκλησίας είναι πρωτίστως ηλικιωμένοι άνθρωποι – και αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας. Οφείλω, λοιπόν, ως πρωθυπουργός να τους προειδοποιήσω γι’ αυτό τον κίνδυνο και να τους πω πως ό,τι ισχύει για τις συναθροίσεις, ισχύει προφανώς και για τις εκκλησίες», προσθέτει ο πρωθυπουργός.
Να έχετε εμπιστοσύνη στο σύστημα υγείας
Η συζήτησή μας δεν μπορούσε να μην πάει στην ανταπόκριση του κρατικού μηχανισμού, για τον οποίο ο πρωθυπουργός δεν κρύβει την ικανοποίησή του. «Ακούγαμε πάντα στην Ελλάδα τους πολίτες να ρωτάνε “πού είναι το κράτος;”. Ε, δεν τo έχουμε ακούσει αυτό τούτες τις μέρες. Και νομίζω ότι είναι καλό, γιατί το κράτος είμαστε όλοι. Ειδικά σε μια τέτοια κρίση δεν υπάρχει ένα κράτος. Υπάρχουν δομές και άνθρωποι που κάνουν τη δουλειά τους. Και πρέπει να σου πω ότι πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν ξεπεράσει τα όριά τους τόσο στη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης όσο και στη διαχείριση αυτής της υγειονομικής κρίσης χωρίς να ξέρουμε το πρόβλημα. Το πιο δύσκολο σε αυτές τις κρίσεις είναι ότι δουλεύεις πάρα πολύ και δεν ξέρεις πότε θα τελειώσει».
«Το κράτος λειτούργησε καλύτερα από ότι πολλοί περίμεναν», επισημαίνει ο κ. Μητσοτάκης. «Και ο ΕΟΔΥ λειτούργησε καλά και η Πολιτική Προστασία. Η ενημέρωσή μας ήταν συνεχής και με απόλυτη διαφάνεια μιλήσαμε στον κόσμο και πήραμε αποφάσεις δύσκολες νωρίτερα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακριβώς για να περιορίσουμε τη γρήγορη έξαρση».
«Εχω μεγάλη εμπιστοσύνη στο δημόσιο σύστημα υγείας, παρότι είναι ταλαιπωρημένο και υποχρηματοδοτούμενο πολλά χρόνια τώρα...» συμπληρώνει. Και όταν τον διακόπτουμε για να ρωτήσουμε αν αυτό αποτελεί αιχμή για την προηγούμενη κυβέρνηση, η απάντησή του είναι άμεση: «Οχι, όχι, καμία αιχμή. Είναι ένα χρόνιο πρόβλημα. Παρά ταύτα πιστεύω ότι θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Εχουμε εξαιρετικούς και πολύ αφοσιωμένους γιατρούς και νοσηλευτές».
Ο πρωθυπουργός εκτιμά ότι η τρέχουσα κρίση αποτελεί και μία ευκαιρία διορθωθούν «κάποιες από τις ατέλειές μας». Οπως μας λέει, «θα πάρουμε κόσμο με πολύ γρήγορες διαδικασίες, θα παρακάμψουμε διαδικασίες για να προσλάβουμε νοσηλευτές και γιατρούς με 24μηνες συμβάσεις ώστε να εξακολουθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες στο σύστημα υγείας και αφού περάσει αυτή η κρίση…».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Μητσοτάκης καλεί όλους τους ενδιαφερόμενους να μπουν στην πλατφόρμα ώστε πολύ γρήγορα να μπορούν να ξεκινήσουν τη δουλειά τους. «Αυτό που με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή -δεν έχω καθόλου χρόνο και καμία ανοχή, θέλω να το ξεκαθαρίσω- είναι να μη μας καθυστερήσει οποιοδήποτε γραφειοκρατικό εμπόδιο. Δεν χάνουμε, ούτε μπορούμε να χάσουμε ούτε μέρα».
Παράλληλα με την προστασία της δημόσιας υγείας, ο πρωθυπουργός θεωρεί καίριας σημασίας και την προστασία της οικονομίας, των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. «Οταν με κρατική απόφαση κλείνει ένα θέατρο, άρα δεν έχει τη δυνατότητα να έχει έσοδα ούτε να πληρώσει τους εργαζόμενους, το κράτος πρέπει να κάνει μια παρέμβαση», μας εξηγεί.
Πώς θα γίνει αυτό; Θα δώσει χρήματα και σε ποιους; «Θα δώσει χρήματα στον εργαζόμενο βεβαίως, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ταυτόχρονα το κράτος θα δίνει τη δυνατότητα να παίρνουν οι γονείς άδειες έτσι ώστε να μπορούν να φροντίζουν τα παιδιά κάτω των 15 ετών». Επιπλέον, «το κράτος θα παρέμβει με μια σειρά από μέτρα για να τονώσει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων».
Στα πρώτα μέτρα τα οποία έχουν να κάνουν με την αναστολή φορολογικών υποχρεώσεων θα προστεθούν πολύ σύντομα «και άλλα, ακόμα πιο δραστικά, προκειμένου να κρατήσουμε τις επιχειρήσεις ζωντανές, να μην έχουμε μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας επειδή θα υπάρξει μια σημαντικότατη κάμψη συνολικά της οικονομικής δραστηριότητας. Θα κάνουμε και σε αυτό το μέτωπο ό,τι χρειάζεται», τονίζει ο πρωθυπουργός.
«Ημουν ο πρώτος που έθεσα στην Ευρώπη το ζήτημα ότι πρέπει να υπάρξουν εξαιρέσεις από το Σύμφωνο Σταθερότητας, οι οποίες θα μας επιτρέψουν -να το πω πολύ απλά- να έχουμε ένα μεγαλύτερο έλλειμμα φέτος ή ένα μικρότερο πλεόνασμα», μας εξηγεί. Ο ίδιος διαπιστώνει ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο «υπάρχει πια μια αίσθηση του κατεπείγοντος», αλλά η χώρα μας δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας τον ευρωπαϊκό συντονισμό.
Η κυβέρνηση, όπως μας εξηγεί ο πρωθυπουργός, έχει τις δικές της προτάσεις, οι οποίες έχουν ήδη σταλεί εγγράφως στο Eurogroup. Προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι «μέτρα τα οποία έχουν να κάνουν, παραδείγματος χάριν, με τη μη αυστηρή ερμηνεία ζητημάτων κρατικών ενισχύσεων. Το πώς δηλαδή μπορούμε να στηρίξουμε συγκεκριμένες επιχειρήσεις χωρίς να παραβαίνουμε τους κανόνες του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού». Επίσης, θα ζητήσουμε «να χρησιμοποιήσουμε πόρους από το ΕΣΠΑ διασταλτικά ώστε να υποστηρίξουμε μια σειρά από δράσεις που έχουν κυρίως να κάνουν με την απασχόληση».
Ο πρωθυπουργός θεωρεί κρίσιμης σημασίας και τη στήριξη του τουρισμού, για τον οποίο είναι πάντως αισιόδοξος. Στο ερώτημά μας εάν θα έχουμε τουρίστες το καλοκαίρι, η απάντησή του έρχεται χωρίς δισταγμό. «Πιστεύω θα έχουμε», μας λέει. «Το γεγονός ότι έγινε τώρα η κρίση για μας δεν είναι η απόλυτη καταστροφή, διότι θέλω να ελπίζω ότι θα κάνει τον κύκλο της και κάποια στιγμή όλοι θα καταλάβουν ότι η κρίση πέρασε και θα θέλουν να έρθουν».
Παρά ταύτα η κυβέρνηση παρενέβη στο ζήτημα της προστασίας του τουριστικού κλάδου. «Ενα από τα πρώτα πράγματα τα οποία κάναμε είναι, μιλώντας με τον κλάδο του τουρισμού, να μεταθέσουμε στο μέλλον όλες τις πολιτικές για ακύρωση των κρατήσεων. Να δώσουμε με άλλα λόγια στον κόσμο τη δυνατότητα να μη μεταθέσει για αργότερα την κράτησή του επειδή αισθάνεται την πίεση ότι πρέπει να πάρει άμεσα μια απόφαση. Αυτό θα έχει τη δυνατότητα να το κάνει αργότερα», τονίζει.
Ο πρωθυπουργός δεν κρύβει ότι, όπως και να έχει, η οικονομική επίπτωση θα είναι σημαντικότατη. «Είμαστε εδώ, όμως, για να στηρίξουμε οικονομικά», λέει. Αισιοδοξεί, ωστόσο, ότι «όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν περάσει η κρίση, η ανάκαμψη θα είναι πιο γρήγορη». Περιγράφοντας παραστατικά την κατάσταση, επισημαίνει ότι «είναι σαν να έχουμε πατήσει ένα pause αυτή τη στιγμή. Σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος. Ο χρόνος θα ξεκινήσει και πάλι βέβαια στην οικονομική δραστηριότητα και πρέπει να είμαστε έτοιμοι».
Διαβεβαιώνει, μάλιστα, πως «όσο κι αν ακούγεται παράξενο, προετοιμαζόμαστε για τη στιγμή που θα τελειώσει η κρίση». Για παράδειγμα, ανεστάλη η καμπάνια για τον τουρισμό. «Τη φυλάμε την καμπάνια μας ώστε να μπορούμε να ρίξουμε τα λεφτά όταν θα πιάσουν τόπο. Τώρα δεν πιάνει τόπο, θα πετούσαμε λεφτά. Ποιος σκέφτεται αυτή τη στιγμή τις διακοπές του; Κανείς. Και σίγουρα όχι εμείς».
Μιλώντας ευρύτερα, ο πρωθυπουργός επιμένει ότι, παρά τη διπλή κρίση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η κυβέρνησή του, «υπάρχουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες δεν πρέπει να μείνουν πίσω». Υπογραμμίζει μάλιστα ότι «ειδικά τώρα που αντιμετωπίζουμε μια οικονομική κρίση, μια σειρά από αλλαγές θα έπρεπε να επιταχυνθούν. Μπορεί κάποια πράγματα να πάνε πιο πίσω, αλλά υπάρχουν και κάποια που πρέπει να πάνε πιο γρήγορα».
«Μόνιμη κατάσταση»
Η φύλαξη των συνόρων στον Eβρο είναι μια πολιτική που θα συνεχιστεί, υπογραμμίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν η συζήτησή μας πάει στην συνεχιζόμενη κρίση του Eβρου, για την οποία ο πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένος να αφιερώνει χρόνο. «Τώρα ασχολούμαι περισσότερο με τον κορωνοϊό, καθώς νομίζω ότι τώρα τα ζητήματα στον Eβρο έχουν μπει σε μια τάξη».
Oπως μας εξηγεί, υπήρξε μια πάρα πολύ έντονη περίοδος από το Σαββατοκύριακο της Καθαράς Δευτέρας. «Μείναμε άγρυπνοι για πολύ καιρό προκειμένου να είμαστε απολύτως σίγουροι ότι είμαστε επιχειρησιακά έτοιμοι να υποστηρίξουμε μια πολιτική απόφαση που την είχα ήδη λάβει. Δεν την επεξεργάστηκα δηλαδή, δεν με προβλημάτισε, ήμουν απολύτως αποφασισμένος, δεν επρόκειτο να επιτρέψω ποτέ μία άτακτη και άναρχη είσοδο προσφύγων-μεταναστών υπό τις συνθήκες αυτές που δρομολόγησε η Τουρκία».
«Το ζήτημα δεν ήταν η απόφαση, αλλά η υλοποίησή της. Η συνεργασία όλων των αρμοδίων, η επιχειρησιακή ενίσχυση των δυνάμεών μας, η πολύ καλή συνεργασία μεταξύ της Αστυνομίας, του Στρατού, του Λιμενικού και της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ώστε να υπάρχει κοινή πληροφόρηση και απόλυτος συντονισμός ως προς τις επιχειρησιακές δράσεις», προσθέτει.
Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στην ενημέρωση της κοινής γνώμης και κυρίως στην ενημέρωση των ξένων ηγετών «έτσι ώστε να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε πολύ γρήγορα την απόλυτη στήριξη, την οποία είχαμε ουσιαστικά και από τα κράτη-μέλη αλλά και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκτιμά ότι αποτελεί «μεγάλη κατάκτηση για τη χώρα μας» το γεγονός ότι «για πρώτη φορά η Ελλάδα κατοχύρωσε το δικαίωμα να φυλάει τα σύνορά της, γιατί είναι σύνορα της Ευρώπης. Και απέδειξε κυρίως ότι και επιχειρησιακά μπορεί να το κάνει». Οπως εξηγεί, «δεν είναι απλά μια πρόθεση να λες “φυλάω τα σύνορά μου”, το θέμα είναι πώς το κάνεις στην πράξη. Το αποδείξαμε αυτό και νομίζω ότι είναι μια μεγάλη κατάκτηση για την Ελλάδα».
Ο ίδιος θεωρεί ότι τα μέτρα είναι συμβατά με όσα είχε δεσμευτεί η κυβέρνησή του. «Εμείς τα είχαμε πει εξαρχής, αλλά υπήρχε μία αμφισβήτηση για την πολιτική μας. Γιατί ο κόσμος δεν πίστευε κατ’ ανάγκη ότι αυτά που λέγαμε μπορούσαμε και να τα κάνουμε. Γιατί πολλά ήταν περίπλοκα. Πολλά ήθελαν χρόνο να υλοποιηθούν, οι αλλαγές στις διαδικασίες ασύλου, η δρομολόγηση καινούριων κέντρων ελεγχόμενης κράτησης. Το πιο σημαντικό όμως, το οποίο ο κόσμος δεν πίστευε, ήταν το ότι θα φυλάξουμε τα σύνορά μας. “Δεν μπορείτε να τα φυλάξετε”, μας έλεγαν. Αποδείξαμε λοιπόν πάνω σε μια κρίση ότι μπορούμε να τα φυλάξουμε και ότι η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας αυτό ζητάει διότι είναι το αυτονόητο. Δεν κάναμε δηλαδή κάτι το οποίο ήταν απρόβλεπτο, ούτε έξω από την κοινή λογική. Κάναμε το αυτονόητο».
Το σχέδιο για τα σύνορα
«Παρέλαβα μια κατάσταση όπου τα σύνορα του Εβρου ήταν “μπάτε σκύλοι, αλέστε”», μας λέει ο πρωθυπουργός. Αλλά η ενίσχυση της φύλαξης «δεν είναι τωρινή υπόθεση, είναι σχέδιο το οποίο το δουλεύουμε τρεις-τέσσερις μήνες». Διαβεβαιώνει μάλιστα ότι στο εξής αυτό θα αποτελέσει «μόνιμη κατάσταση». Τι σημαίνει αυτό; «Σημαίνει επενδύσεις σε υποδομές, παραπάνω φράχτες, παραπάνω μέσα παρακολούθησης, κάμερες, drones. Το ίδιο θα ισχύσει και στη θάλασσα με το Ενιαίο Σύστημα Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Επιτήρησης (ΕΣΟΘΕ) το οποίο έπρεπε να είχε δρομολογηθεί από χρόνια και το βρήκαμε και αυτό στις καλένδες».
Ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι η κρίση του Εβρου απέφερε κέρδη για τη χώρα μας. «Κερδίσαμε την πολιτική νομιμοποίηση να φυλάμε τα σύνορά μας χρησιμοποιώντας τα μέσα τα οποία χρησιμοποιήσαμε», μας εξηγεί. «Κερδίσαμε 700 εκατ. ευρώ. Κερδίσαμε την απόλυτη στήριξη της Ευρώπης στην πολιτική μας και τη συναντίληψη για μια σειρά απ”ό πτυχές του Προσφυγικού, όπως για τα ασυνόδευτα παιδιά. Πρέπει να σου πω ότι μέχρι πριν από λίγο χτυπούσαμε πόρτες και δεν μας άκουγε κανείς. Διότι την πρώτη επιστολή για τα ασυνόδευτα τη στείλαμε τον Σεπτέμβριο και δεν είχαμε καμία απάντηση. Τώρα αυτό έχει αλλάξει».
Διαβάστε επίσης:
Μητσοτάκης για κορωνοϊό: Παίρνουμε όλα τα μέτρα για να θωρακιστεί η δημόσια υγεία