Αύξηση στον αριθμό των φαρμακείων, μείωση στις πωλήσεις φαρμάκων καταγράφει η κλαδική μελέτη που εκπονήθηκε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP. Εκτιμάται δε πως η υλοποίηση της απόφασης της Πολιτείας που παραμένει σε εκκρεμότητα και αφορά τη διάθεση των ΓΕΔΙΦΑ, δηλαδή μέρους των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ) και από άλλα κανάλια διανομής (πχ. super market) αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μερική απώλεια εσόδων από μια κατηγορία φαρμάκων με ιδιαίτερα ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους για τα φαρμακεία.
Ειδικότερα, και σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, ο αριθμός των φαρμακείων αποτυπώνει μικρή ενίσχυση του κλάδου την τελευταία τριετία, καθώς αυτά εκτιμώνται σε 10.432 το 2017 από 10.386 που ήταν το προηγούμενο έτος και 10.362 το 2015. Οι πωλήσεις φαρμάκων (σε τιμές λιανικής) από τα φαρμακεία κατέγραψαν μικρή πτώση: από 4.051,1 εκατ. ευρώ που ήταν οι πωλήσεις το 2016 μειώθηκαν σε 3.976,7 εκατ. ευρώ το 2017, με την ετήσια ποσοστιαία μείωση να είναι 1,8%. Ωστόσο, το 2017 διατέθηκαν μέσω φαρμακείων 466,4 εκατ. συσκευασίες φαρμάκων από 453,1 εκατ. συσκευασίες που είχαν διατεθεί το προηγούμενο έτος (αύξηση 2,9%).
Σύμφωνα με το Μάρκο Κοντοέ, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, ο οποίος επιμελήθηκε τη μελέτη, η ύπαρξη πληθώρας σημείων πώλησης, διάσπαρτων σε όλη τη χώρα, έχει ως αποτέλεσμα η αγορά να είναι «κατακερματισμένη». Η συντριπτική πλειοψηφία των φαρμακείων αφορά μεμονωμένα/ανεξάρτητα καταστήματα. Το 55% των φαρμακείων είναι ομόρρυθμες εταιρείες, το 37% είναι ατομικές επιχειρήσεις, ενώ το υπόλοιπο 8% αφορά ετερόρρυθμες εταιρείες.
Ο αριθμός των φαρμακείων εμφάνισε διαχρονική αύξηση την περίοδο 2004-2014 (από 9.182 το 2004 τα φαρμακεία ανήλθαν σε 10.506 το 2014 . Η συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους των φαρμακοποιών και τα έντονα προβλήματα ρευστότητας τα τελευταία χρόνια, οδήγησαν σε αναστολή της λειτουργίας αρκετών φαρμακείων, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών. O νόμος 4509/2017 επέφερε αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων, επαναφέροντας παλαιότερη Υπουργική Απόφαση, η οποία επέτρεπε την ίδρυση φαρμακείου σε μη φαρμακοποιούς και είχε κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) ως αντισυνταγματική.
Πώς κατανέμονται τα φαρμακεία στην επικράτεια
Όπως αναφέρει ο κ. Κοντοές, η λειτουργία 10.432 φαρμακείων στην Ελλάδα έχει ως αποτέλεσμα κάθε φαρμακείο να αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε 1.032 κατοίκους και ως εκ τούτου, το ελληνικό δίκτυο φαρμακείων θεωρείται το πυκνότερο και πλέον ομοιόμορφα κατανεμημένο δίκτυο φαρμακείων ανά κατοίκους στην Ευρώπη, παρότι έχει αναπτυχθεί σε χώρα με το πλέον δύσμορφο γεωγραφικό ανάγλυφο, τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική επικράτεια.
Τα περισσότερα φαρμακεία, όπως είναι αναμενόμενο, λειτουργούν στον νομό Αττικής, καθώς το 2017 καταλαμβάνουν ποσοστό 35,7% επί του συνόλου.
Ακολουθεί η διοικητική περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ποσοστό 18,9%), ενώ σημαντικό αριθμό φαρμακείων διαθέτουν η Θεσσαλία και η περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.
Η ραγδαία αύξηση της χρήσης του διαδικτύου για την πραγματοποίηση αγορών, οδήγησε ορισμένα φαρμακεία και στη σύσταση «ηλεκτρονικού» καταστήματος (ηλεκτρονικά φαρμακεία) προκειμένου να ενισχύσουν τα έσοδά τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις, σημειώνεται στην κλαδική μελέτη, έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, καθώς εμφανίζουν σημαντική ενίσχυση των πωλήσεών τους, ως αποτέλεσμα τόσο της αυξανόμενης τάσης για αγορές μέσω διαδικτύου όσο και των σημαντικών εκπτώσεων/προσφορών που πραγματοποιούν.
Η φαρμακευτική δαπάνη
Τα τελευταία χρόνια (2010-2017) η συνολική φαρμακευτική δαπάνη καταγράφει διαχρονική πτώση και το 2017 ανήλθε σε 5.780 εκατ. ευρώ, καλύπτοντας 3,3% του ΑΕΠ. Υπενθυμίζεται ότι η συνολική φαρμακευτική δαπάνη (δημόσια και ιδιωτική) παρουσίασε ανοδική πορεία την περίοδο 2006-2009 και το 2009 διαμορφώθηκε σε 8.461 εκατ. ευρώ (3,7% του ΑΕΠ).
Σε ό,τι αφορά τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, την περίοδο 2006-2009 κινήθηκε ανοδικά με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 14,6%, ενώ την περίοδο 2010-2017 μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 11,2%. Το 2017 διαμορφώθηκε σε 1,945 εκατ. Ευρώ. Αντίστοιχα, η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη εμφάνιζε μειοψηφική συμμετοχή επί της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, την περίοδο 2007-2011. Την περίοδο 2012-2015, διευρύνθηκε με έντονο ρυθμό, με συνέπεια το 2016 να ανέλθει σε 3.875 εκατ. ευρώ, ενώ το 2017 διαμορφώθηκε σε 3.835 εκατ. ευρώ.
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών Μελετών της ICAP, σχολίασε σχετικά την εξέλιξη της συγκεκριμένης αγοράς: «Οι συνολικές πωλήσεις φαρμάκων (σε τιμές λιανικής) παρουσίασαν ανοδική πορεία την περίοδο 2004-2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11% περίπου. Οι διαδοχικές μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων, καθώς και η εφαρμογή ελέγχων στη συνταγογράφηση, είχαν ως αποτέλεσμα η αξία των συνολικών πωλήσεων φαρμάκων να συρρικνωθεί την περίοδο 2009-2017. Το 2017 οι εν λόγω πωλήσεις διαμορφώθηκαν σε €3.976,7 εκατ. από €4.051,1 εκατ. το προηγούμενο έτος (μείωση 1,8%)».
Γιατί καταγράφεται πτώση των πωλήσεων
Όπως διαπιστώνεται στη μελέτη, οι συνολικές πωλήσεις των φαρμακείων, κατόπιν θεσμικών παρεμβάσεων (αλλαγή ασφαλιστικής τιμής, διεύρυνση λίστας Μη Συνταγογραφούμενων και Μη Αποζημιούμενων Φαρμάκων, επέκταση ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, κ.ά.), σημείωσαν πτώση και δείχνουν ηπιότερη πτώση από το το 2013 και έπειτα.
Η πτώση των πωλήσεων δεν οφείλεται σε χαμηλότερη επισκεψιμότητα στα φαρμακεία, αλλά κυρίως στη μείωση της μέσης δαπάνης ανά απόδειξη, ως αποτέλεσμα της επιβολής των μειώσεων στις τιμές φαρμάκων και της αυξανόμενης τάσης διάθεσης φαρμάκων χαμηλότερου κόστους (γενόσημα). Tο 2017 διατέθηκαν μέσω φαρμακείων 466,4 εκατ. συσκευασίες φαρμάκων από 453,1 εκατ. συσκευασίες το προηγούμενο έτος (αύξηση 2,9%).
Η διάρθρωση των πωλήσεων
Η πλειοψηφία των εγχώριων φαρμακείων δίνουν βάρος στην προώθηση και διάθεση παραφαρμάκων (ιδιαίτερα συμπληρωμάτων διατροφής, κτλ) και καλλυντικών, με στόχο την αύξηση του ποσοστού των κατηγοριών αυτών επί των συνολικών πωλήσεών τους, επιδιώκοντας αφενός αύξηση πωλήσεων, αφετέρου δε ενίσχυση της κερδοφορίας.
Ωστόσο, εκτιμάται πως η υλοποίηση της απόφασης της Πολιτείας που παραμένει σε εκκρεμότητα και αφορά τη διάθεση των ΓΕΔΙΦΑ, δηλαδή μέρους των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ) και από άλλα κανάλια διανομής (πχ. super market) αναμένεται να οδηγήσει σε μερική απώλεια εσόδων από μια κατηγορία φαρμάκων με ιδιαίτερα ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους για τα φαρμακεία.
Σύμφωνα με την κυρία Παντελαίου, τα έσοδα από τα φάρμακα καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου (περίπου 84%), ενώ ακολουθούν τα παραφαρμακευτικά προϊόντα (βιταμίνες, σιρόπια, αντιαλλεργικά, παιδικές τροφές, συμπληρώματα, κτλ) με 11% και τα καλλυντικά με 5%.
Τα συνταγογραφούμενα φάρμακα εκτιμάται ότι κάλυψαν ποσοστό 70% περίπου της αξίας των συνολικών πωλήσεων των φαρμακείων και ακολούθησαν τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα φάρμακα υψηλού κόστους, το μερίδιο των οποίων εκτιμάται σε 9% και 5% αντίστοιχα.