Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη διεύρυνση της χρήσης του ustekinumab για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με μετρίως έως σοβαρά ενεργή ελκώδη κολίτιδα, οι οποίοι εμφάνισαν ανεπαρκή ανταπόκριση, απώλεια ανταπόκρισης ή δυσανεξία στη συμβατική θεραπεία ή σε θεραπεία με βιολογικό παράγοντα ή παρουσιάζουν ιατρικές αντενδείξεις σε αυτές τις θεραπείες.
Το ustekinumab είναι η πρώτη διαθέσιμη θεραπεία με βιολογικό παράγοντα που στοχεύει εκλεκτικά την οδό των IL-12/IL-23, έναν σημαντικό θεραπευτικό στόχο στην ελκώδη κολίτιδα.
Η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζεται στα δεδομένα από το βασικό πρόγραμμα μελετών Φάσης 3 UNIFI, ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε μία αρχική μελέτη Επαγωγής (UNIFI-I) διάρκειας τουλάχιστον οχτώ εβδομάδων και στη συνέχεια μία μελέτη Συντήρησης (UNIFI-M) διάρκειας 44 εβδομάδων, και οι δύο από τις οποίες απέδειξαν την αποτελεσματικότητα του ustekinumab ως θεραπευτικής επιλογής σε ασθενείς με μετρίως έως σοβαρά ενεργή UC οι οποίοι είχαν εμφανίσει ανεπαρκή ανταπόκριση ή δυσανεξία στη συμβατική θεραπεία (δηλαδή κορτικοστεροειδή ή ανοσορρυθμιστικοί παράγοντες) ή στη θεραπεία με βιολογικό παράγοντα (δηλαδή ένας ή περισσότεροι αναστολείς του παράγοντα νέκρωσης όγκου [TNF]-α και/ή vedolizumab).
Το ustekinumab έχει παρουσιάσει ένα σταθερό προφίλ ασφάλειας στην ελκώδη κολίτιδα και οι μελέτες δείχνουν ότι η θεραπεία είναι καλά ανεκτή. Στον κύριο τυχαιοποιημένο πληθυσμό των μελετών Επαγωγής και Συντήρησης, παρόμοια ποσοστά ασθενών στις ομάδες του ustekinumab και του εικονικού φαρμάκου παρουσίασαν ανεπιθύμητα συμβάντα (AE), σοβαρά AE, λοιμώξεις και σοβαρές λοιμώξεις έως την εβδομάδα 44. Κατά τη φάση Επαγωγής, αναφέρθηκε ένας θάνατος από αιμορραγία κιρσών οισοφάγου, ενώ δεν αναφέρθηκαν κακοήθειες, ευκαιριακές λοιμώξεις ή φυματίωση. Κατά τη φάση Συντήρησης, δεν αναφέρθηκαν θάνατοι, ενώ αναφέρθηκαν δύο κακοήθειες διαφορετικές από μη μελανωματικό καρκίνο του δέρματος (NMSC) (90 mg ustekinumab q8w: καρκίνος του παχέος εντέρου [n=1], 90 mg ustekinumab q12w: θηλώδες νεφροκυτταρικό καρκίνωμα [n=1]). Υπήρχε ένας αναφερόμενος από ασθενή NMSC στην ομάδα των 90 mg ustekinumab q12w (2 συμβάντα καρκινώματος εκ πλακωδών κυττάρων).
«Η καταστροφική επίδραση της ελκώδους κολίτιδας στις ζωές των ανθρώπων με αυτή την πάθηση συχνά υποεκτιμάται. Τυπικά, η ελκώδης κολίτιδα παρουσιάζεται αρχικά σε νέους ενήλικες σε μία περίοδο που είναι ακόμα στην εκπαίδευση ή ξεκινούν την καριέρα τους – περιορίζοντας συχνά την ικανότητά τους να επιτύχουν τους προσωπικούς τους στόχους», εξηγεί ο Καθηγητής Silvio Danese, Επικεφαλής του Κέντρου Φλεγμονωδών Νόσων του Εντέρου στο Ερευνητικό Νοσοκομείο Humanitas στο Μιλάνο της Ιταλίας. Και συμπληρώνει ότι «παρότι ακόμη δεν υπάρχει ίαση για την ελκώδη κολίτιδα, οι θεραπείες που μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη της έξαρσης των συμπτωμάτων και να επιτρέψουν στους ανθρώπους να συνεχίσουν τη ζωή τους είναι εξαιρετικά σημαντικές. Για αυτό το λόγο, η έγκριση του ustekinumab για την ελκώδη κολίτιδα αποτελεί καλοδεχούμενο νέο και θα προσφέρει μία πολύτιμη θεραπευτική επιλογή στους ασθενείς και στους γιατρούς τους».
Προσβάλλοντας 2,6 εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη, η ελκώδηs κολίτιδα είναι μία σοβαρή, χρόνια, ανοσολογικά διαμεσολαβούμενη φλεγμονώδης νόσος του παχέος εντέρου. Τα συμπτώματα ποικίλουν αλλά μπορεί να περιλαμβάνουν κοιλιακό πόνο, αιματηρές διαρροϊκές κενώσεις και κόπωση, τα οποία μπορεί να είναι επώδυνα και να προκαλούν αμηχανία και εξάντληση, θέτοντας μία σημαντική επιβάρυνση στους πάσχοντες. Στα δύο τρίτα των ανθρώπων με ελκώδη κολίτιδα, οι σημερινές θεραπείες δεν είναι πλήρως επιτυχείς ή μπορεί να εμφανιστούν επιπλοκές.