Τρεις διαχρονικές παθογένειες του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) αναδεικνύει η έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) «Health at a Glance: Europe 2024» (Η υγεία με μια ματιά: Ευρώπη 2024), που δημοσιεύθηκε χθες, 18 Νοεμβρίου. Πολλοί γιατροί αλλά λίγοι νοσηλευτές, γηρασμένο υγειονομικό προσωπικό και έλλειμμα σε παθολόγους και γενικούς ιατρούς είναι τα κύρια «νοσήματα» που ταλαιπωρούν τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα εν μέσω ευρύτερης ευρωπαϊκής κρίσης στο πεδίο της υγειονομικής περίθαλψης, όπως αποκαλύπτουν τα τα στοιχεία της εργασίας του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει κρίση του υγειονομικού δυναμικού, με ελλείψεις 1,2 εκατομμυρίων γιατρών, νοσηλευτών και μαιών το 2022. Στους παράγοντες που συμβάλλουν είναι η γήρανση του πληθυσμού, η συνταξιοδότηση των επαγγελματιών υγείας και το μειωμένο ενδιαφέρον των νέων για επαγγέλματα στον τομέα της υγείας.

Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο απασχόλησης στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας, 7% έναντι 11%, μακριά από την πρωτιά της Νορβηγίας (20,2%).

Αυξημένη καταγράφεται τα τελευταία 20 χρόνια η απασχόληση στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ – Στο γράφημα: Τα ποσοστά συνολικής απασχόληση ανά χώρα

Πρώτη σε γιατρούς, τελευταία σε νοσηλευτές

Η Ελλάδα έχει μία από τις υψηλότερες αναλογίες γιατρών ανά πληθυσμό στην Ευρώπη, με 6,6 ανά 1.000 κατοίκους. Εντούτοις, παρατηρεί η έκθεση, τα στοιχεία για την Ελλάδα αφορούν όλους τους γιατρούς με άδεια άσκησης επαγγέλματος, επομένως περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό γιατρών που μπορεί να μην ασκούν πλέον το επάγγελμα αλλά έχουν διατηρήσει την άδειά τους.

Ως προς το νοσηλευτικό προσωπικό η χώρα κατατάσσεται τελευταία, με σημαντική εξάρτηση από το προσωπικό των νοσοκομείων. Αυτή η ανισορροπία δημιουργεί εξάρτηση από τους γιατρούς για υπηρεσίες που συνήθως διαχειρίζονται νοσηλευτές σε άλλες χώρες.

Ένα επιπλέον πρόβλημα της χώρας είναι ο υψηλός αριθμός αποφοίτων νοσηλευτικής με ανεπαρκή προσόντα. Η Ελλάδα και η Ρουμανία καταγράφουν τους περισσότερους αποφοίτους -πάνω από 100 ανά 100.000 πληθυσμού- όπως όμως σημειώνει η έκθεση, περίπου το 90% εξ αυτών ολοκληρώνουν προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης που δεν πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τα επαγγελματικά προσόντα νοσηλευτών γενικής φροντίδας.

Γηρασμένο προσωπικό και φυγή νέων 

Η έκθεση επισημαίνει τη γήρανση του ιατρικού προσωπικού ως αυξανόμενο πρόβλημα σε πολλές χώρες της ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2022 το 40% των γιατρών σε σχεδόν τις μισές χώρες της ΕΕ ήταν άνω των 55 ετών, γεγονός που εγείρει ανησυχίες για πιθανό μεγάλο κύμα συνταξιοδοτήσεων τα επόμενα χρόνια. Αυτή η κατάσταση μπορεί να επιδεινώσει τις τρέχουσες ελλείψεις σε προσωπικό, ιδιαίτερα εάν δεν υπάρχει επαρκής εισροή νέων γιατρών για να καλύψουν τα κενά από όσους αποσύρονται, σχολιάζει η έκθεση.

Η Ελλάδα, όπως και πέντε ακόμα χώρες (Ιρλανδία, Λετονία, Πορτογαλία, Τσεχία, Ισπανία) αναφέρει ο ΟΟΣΑ, έχουν συμπεριλάβει την παράταση για τους γιατρούς των ορίων έως την συνταξιοδότηση στις στρατηγικές για τη διατήρηση ή και την αύξηση του ιατρικού δυναμικού.

Αξιοσημείωτες είναι και οι μετακινήσεις γιατρών εντός ΕΕ, με την έκθεση να αναφέρει ότι το 2022 ο μεγαλύτερος αριθμός προήλθε από τη Ρουμανία, την Αυστρία και την Ελλάδα. Ενδεικτικά, 185 Έλληνες γιατροί έφυγαν για Γερμανία και Ελβετία το 2022 και 2023 αντίστοιχα.

Ελλείψεις παθολόγων

Η τελευταία «χρόνια ασθένεια» του ΕΣΥ, όπως επισημαίνεται από την έκθεση, είναι η έλλειψη παθολόγων στα ελληνικά νοσοκομεία. Μόλις 6% είναι το ποσοστό τους, σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, σε αντίθεση με το 49% της Πορτογαλίας, που κατέχει το υψηλότερο ποσοστό.

Όπως ανέφερε σε προηγούμενο άρθρο το ygeiamou, «τα φαινόμενα παραιτήσεων μόνιμων παθολόγων υπό τις συνθήκες υπερεργασίας και υπερ-εφημέρευσης είναι συνεχόμενα, με αποτέλεσμα παθολογικές κλινικές να είναι πλήρως αποδεκατισμένες, χωρίς να εκδηλώνεται ενδιαφέρον από νέους γιατρούς για τις κενές θέσεις τις οποίες προκηρύσσει το Υπουργείο Υγείας». Διαβάστε περισσότερα εδώ.

Η κατάσταση στην Ευρώπη

Η αντιμετώπιση της κρίσης σε ανθρώπινο δυναμικό στο πεδίο της υγειονομικής περίθαλψης απαιτεί πολυδιάστατη προσέγγιση, εξηγούν οι συγγραφείς της έκθεσης. Στο άμεσο μέλλον, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των αμοιβών είναι καίρια για την αύξηση της ελκυστικότητας του επαγγέλματος και τη διατήρηση του υφιστάμενου προσωπικού.

Παράλληλα, είναι απαραίτητη η αύξηση των εκπαιδευτικών ευκαιριών για νέους γιατρούς και νοσηλευτές, ώστε να ενισχυθεί η προσφορά προσωπικού, αν και τα αποτελέσματα θα φανούν μόνο μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Η προσέλκυση νέων επαγγελματιών για την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης αποτελεί πρόκληση, καθώς ο ρυθμός αύξησης των νέων πτυχιούχων νοσηλευτών στην ΕΕ ήταν μόλις 0,5% ετησίως την τελευταία δεκαετία.

Η βελτιστοποίηση των δεξιοτήτων, μέσω της μεγαλύτερης αξιοποίησης προηγμένων πρακτικών νοσηλευτικής και τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, θα είναι καθοριστικής σημασίας για την αύξηση της παραγωγικότητας των επαγγελματιών υγείας και τη βελτίωση της φροντίδας των ασθενών.

Διαβάστε την έκθεση εδώ.

Διαβάστε επίσης: 

Γιατροί ΕΣΥ: Ανοίγει η πόρτα για τον ιδιωτικό τομέα – Πού μπορούν να εργάζονται και με ποιους όρους

Υπουργείο Υγείας: Υποσχέσεις για επανεκκίνηση σε Εφημερίες, Επείγοντα, Προσωπικό Γιατρό

Νοσοκομεία: Καθυστερήσεις δύο χρόνων σε προσλήψεις παρά τις προκηρύξεις