Επιβίωση τριών ετών έως τώρα και έλεγχο της πάθησής του έχει προσφέρει στον 74χρονο Αθανάσιο Καπνιάρη η συμμετοχή του σε διεθνή κλινική μελέτη για δοκιμή καινοτόμου φαρμάκου στην οποία συμμετέχει η Ελλάδα. Η περίπτωση του κ. Καπνιάρη, ο οποίος μιλάει στο ygeiamou.gr, αποτελεί απτή απόδειξη της ανάγκης για μεγαλύτερη διείσδυση κλινικών μελετών στη χώρα μας. Κάτι που επιχειρεί να «διορθώσει» το Υπουργείο Υγείας, με τη δημιουργία αυτοτελών τμημάτων κλινικών μελετών σε 65 δημόσια νοσοκομεία.
Ο κ. Καπνιάρης διαγνώστηκε στα 58 του με μυέλωμα και πριν περίπου τέσσερα χρόνια οι γιατροί του έκαναν γνωστό ότι έχει σπάνια επιπλοκή του μυελώματος, την καρδιακή αμυλοείδωση, μια ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση υγείας που αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας. «Ήξερα από τη διάγνωση του μυελώματος ότι είχε 10% πιθανότητες να εκτραπεί. Πριν την πανδημία του κορωνοϊού είχα πολύ συχνή παρακολούθηση στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα από την εξαιρετική ιατρική ομάδα που είναι αρμόδια για αιματολογικούς καρκίνους. Με το ξέσπασμα της πανδημίας εγκλωβίστηκα στην επαρχία όπου μένω, με τις επισκέψεις μου να είναι λιγότερο συχνές», σημειώνει στο ygeiamou.gr ο κ. Καπνιάρης, ο οποίος σημειωτέον είναι συνταξιούχος γιατρός παθολόγος.
Όπως περιγράφει, πριν από περίπου τέσσερα χρόνια ξεκίνησε εντατική θεραπεία και έχει περίπου τρία χρόνια που είναι μέρος κλινικής μελέτης που διεξάγεται μέσα από το νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» για ογκολογικούς ασθενείς. «Τον πρώτο ενάμιση χρόνο ήμουν μεταξύ ζωής και θανάτου. Γνώριζα πως εάν δεν πετύχαινε η θεραπεία θα πέθαινα σε έξι μήνες. Το φάρμακο με βοήθησε και ανέκαμψα», λέει ο 74χρονος που εκτιμά πως η καινοτόμος θεραπεία είναι αυτή που τον κράτησε στη ζωή. Εξηγώντας τις λεπτομέρειες της διαδικασίας ένταξης σε μια κλινική μελέτη επισημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτα το πολύπλοκο. «Υπέγραψα κάποια έγγραφα και χρειάστηκαν κάποιες εξετάσεις να κάνω».
Μέσα από την προσωπική του εμπειρία δίνει ένα ισχυρό μήνυμα προς ασθενείς με απειλητικά για τη ζωή τους νοσήματα, όπως είναι οι άνθρωποι με καρκίνο: Να εμπιστεύονται την ιατρική τους ομάδα και εφόσον υπάρχει υπό μελέτη νέα θεραπεία να «υπογράφουν με χέρια και πόδια για να μπουν σε αυτή». Η προοπτική μακροχρόνιας διαχείρισης της νόσου προσφέρει αισιοδοξία και ψυχολογική ανάταση στους ασθενείς. «Μια φορά στις 15 ημέρες συγκεντρωνόμαστε στο «Αλεξάνδρα» 15 άνθρωποι για να κάνουμε ενδοφλεβίως τη θεραπεία μας. Έχουμε κέφι και χαμόγελο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Καπνιάρης.
Τα πολλαπλά οφέλη των κλινικών ερευνών προς τους ασθενείς, ωστόσο, μένουν αναξιοποίητα στην Ελλάδα, καθώς η χώρα παραμένει πολύ πίσω σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ό,τι αφορά στις κλινικές μελέτες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ClinicalTrials.gov, για την περίοδο 2000-2020, στην Ελλάδα διεξήχθησαν συνολικά 3.101 μελέτες, αποτελώντας μολις το 1,7% του συνόλου των κλινικών μελετών που διεξήχθησαν στην Ευρώπη την ίδια περίοδο.
Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, ότι κατά την τελευταία πενταετία οι δείκτες παρουσιάζουν σαφή βελτίωση, γεγονός που προκαλεί αισιοδοξία, χωρίς να αναιρείται η ανάγκη για πολύ μεγαλύτερη προσέλκυση κλινικών μελετών στη χώρα μας. Όπως προκύπτει από στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ), από το 2019 μέχρι το 2022 οι εγκρίσεις αιτημάτων για τη διεξαγωγή νέων Κλινικών Μελετών είχαν σημαντική αύξηση κατά 70% – 262 εγκεκριμένες για φάρμακα και ιατροτεχνολογικά το 2022 έναντι 154 το 2019. Για το 2023, μάλιστα, παρατηρήθηκε ένας αριθμός «ρεκόρ» σε υποβολές αιτημάτων, που έφτασαν τις 320 αιτήσεις για έγκριση νέων κλινικών μελετών, 298 με φάρμακο και 22 με ιατροτεχνολογικά προϊόντα. Μέχρι τον Ιούνιο 2024, έχουν λάβει έγκριση 201 μελέτες με φάρμακο και 20 με ιατροτεχνολογικά προϊόντα.
Με σκοπό να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις κλινικές μελέτες που διεξάγονται εντός Ελλάδας, η κυβέρνηση θεσπίζει τη δημιουργία αυτοτελών τμημάτων κλινικών μελετών στα νοσηλευτικά ιδρύματα. Κοινή Υπουργική Απόφαση που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες, προβλέπει τη σύσταση τέτοιων τμημάτων σε 65 νοσοκομεία δυναμικότητας 200 κλινών και πάνω. Κάθε τμήμα προωθεί την αποστολή του εκάστοτε νοσηλευτικού ιδρύματος και προσφέρει υποστήριξη, τεχνογνωσία και εκπαίδευση για αποτελεσματική διενέργεια βιοϊατρικής έρευνας.