Μία τραγική ιστορία με θύμα μια 29χρονη, που πήγε στο νοσοκομείο για να γεννήσει και αντί να βιώσει το θαύμα της μητρότητας, κατά τον τοκετό, έχασε το πρώτο της μωρό αλλά και κάθε ελπίδα να αποκτήσει παιδιά, αποτυπώνεται σε πόρισμα του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ) που φέρνει στη δημοσιότητα το ΘΕΜΑ.
Πρόκειται για μία «βαριά» περίπτωση ιατρικού λάθους, που όμως αναδεικνύει και την κακώς εννοούμενη στη χώρα μας «συναδελφικότητα»: τις βαριές αμέλειες και πλημμέλειες της γυναικολόγου στον τοκετό δεν «είδε» κανείς από τους διενεργούντες την Ένορκη Διοικητική Εξέταση (ΕΔΕ) στο νοσοκομείο – η υπόθεση πειθαρχικά είναι ακόμη ανοιχτή στο Κεντρικό Συμβούλιο Ιατρών ΕΣΥ, αναδεικνύοντας την παθογένεια του πειθαρχικού δικαίου στον ιατρικό κλάδο.
Τις διαπίστωσε όμως το ΣΕΥΥΠ επιδεικνύοντας γρήγορα αντανακλαστικά και στη συνέχεια το δικαστήριο που δίκασε τη συγκεκριμένη υπόθεση επιβάλλοντας στη γυναικολόγο ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών με αναστολή για ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματικές βλάβες από αμέλεια.
Το δράμα της νεαρής γυναίκας, που κυοφορούσε το πρώτο της παιδί, άρχισε να εκτυλίσσεται στις 23 Ιουνίου 2015. Την ημέρα εκείνη πήγε στη Μαιευτική Κλινική του Νοσοκομείου Κομοτηνής με τον σύζυγό της προκειμένου να γεννήσει. Κατόπιν υπόδειξης της γυναικολόγου θα γινόταν πρόκληση τοκετού. Ως ημερομηνία τοκετού είχε οριστεί η 26η Ιουνίου. Σύμφωνα με τους γονείς, η γιατρός τους ενημέρωσε ότι στις 25 Ιουνίου ξεκινά η άδειά της και γι’ αυτό τούς πρότεινε την πρόκληση τοκετού. Η γιατρός, ωστόσο, υποστήριξε πως οι γονείς είχαν ζητήσει τοκετό με καισαρική τομή και πως η ίδια τους αντιπρότεινε πρόκληση φυσιολογικού τοκετού. «Πάντως η ιατρός δεν ζήτησε γραπτή συγκατάθεση της επιτόκου για την πρόκληση τοκετού ούτε και την ενημέρωσε για τη μικρή έστω πιθανότητα επιπλοκών και για τις επιλογές αντιμετώπισής της, σύμφωνα με τις καταθέσεις και των δύο πλευρών», αναφέρεται στο πόρισμα των Επιθεωρητών Υγείας.
Η διαδικασία της φαρμακευτικής πρόκλησης τοκετού ξεκίνησε για την 29χρονη περίπου στις 14:45 μ.μ. της 23ης Ιουνίου. Η ημέρα εκείνη ήταν επίσης ημέρα εφημερίας της γιατρού στη Μαιευτική Κλινική – επισημαίνεται στο πόρισμα ως «ημέρα που εξυπηρετούσε την ίδια αφού εφημέρευε».
Όλα όσα εκτυλίχθηκαν από το πρωί της 23ης Ιουνίου μέχρι και τις πρωινές ώρες της 24ης Ιουνίου αποτελούν μια ακολουθία από ιατρικά σφάλματα, σύμφωνα με τους Επιθεωρητές Υγείας, οι οποίοι τα καταγράφουν αναλυτικά στο πόρισμα τους έχοντας μελετήσει τους ιατρικούς φακέλους μητέρας και θανόντος νεογνού, τους φακέλους των ΕΔΕ, τις ενέργειες της διοίκησης του νοσοκομείου και της 4ης Υγειονομικής Περιφέρειας (ΥΠΕ).
Επτά μοιραία λάθη
«Η πρόκληση τοκετού δεν διενεργήθηκε lege artis, δηλαδή σύμφωνα με τους κανόνες της Ιατρικής επιστήμης, καθώς η ιατρός υπέπεσε σε ιατρικά σφάλματα» αναφέρουν οι Επιθεωρητές και παραθέτουν τα επτά ιατρικά σφάλματα. Ειδικότερα, αναφέρουν τα εξής:
- Η ιατρός διενήργησε πρόκληση τοκετού χωρίς να υπάρχουν ιατρικές ενδείξεις
- Διενήργησε πρόκληση τοκετού χωρίς να υπάρχει ευνοϊκή πρόγνωση για την ευμενή εξέλιξή της.
- Δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχή και χορήγησε στην επίτοκο δεκαπλάσια δόση ωκυτοκίνης από τη χορηγούμενη για πρόκληση τοκετού.
- Κατά τη διάρκεια της πρόκλησης δεν υπήρξε η απαιτούμενη συνεχής παρακολούθηση της επιτόκου από τη γιατρό ώστε να αντιληφθεί και να αντιμετωπίσει εγκαίρως τις επιπλοκές από την υπερβολική δόση της ωκυτοκίνης. Σημειώνεται, μάλιστα, στο πόρισμα, πως η γιατρός γνώριζε από το πρωί της ημέρας εκείνης ότι παράλληλα με την πρόκληση τοκετού θα διενεργούσε δύο καισαρικές τομές και πως η ίδια ήταν η μοναδική μαιευτήρας που εφημέρευε, ωστόσο δεν ζήτησε τη συνδρομή άλλου ειδικού γιατρού της κλινικής, με αποτέλεσμα να μην παρακολουθεί συνεχώς την 29χρονη επίτοκο.
- Ο τοκετός με καισαρική τομή διενεργήθηκε μετά από αδικαιολόγητη καθυστέρηση πολλών ωρών και δεν κατάφερε να αποτρέψει τον θάνατο του νεογνού από τη βαριά βλάβη που είχε προκληθεί. «Βαριά υποξαιμική ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια» ήταν η μοιραία διάγνωση για το νεογέννητο, το οποίο αμέσως μετά τη γέννησή του διακομίστηκε διασωληνωμένο στη Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης όπου και κατέληξε.
- Η συνεχιζόμενη χορήγηση υπερβολικής δόσης ωκυτοκίνης προκάλεσε ατονία της μήτρας θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή της 29χρονης. Οι Επιθεωρητές υπογραμμίζουν πως λόγω της αδικαιολόγητης καθυστέρησης της γιατρού να προχωρήσει σε καισαρική τομή η γυναίκα είχε παρουσιάσει βαρύτατη αναιμία λόγω αιμορραγίας που προκάλεσε αιμοδυναμική αστάθεια. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση η γιατρός αναγκάστηκε να προχωρήσει σε επείγουσα υστερεκτομή, αφαίρεση δηλαδή της μήτρας, στερώντας στην 29χρονη τη δυνατότητα να τεκνοποιήσει – πρόκειται για σοβαρή μόνιμη αναπηρία, κατά τους συντάκτες του πορίσματος.
- Ιατρική βοήθεια ζητήθηκε με καθυστέρηση. Η ιατρός όφειλε να την έχει ζητήσει από το πρωί της 23ης Ιουνίου που γνώριζε ότι ταυτόχρονα με την πρόκληση τοκετού θα διενεργήσει και δύο καισαρικές τομές και όλα αυτά σε εφημερία.
Τι διαπιστώθηκε στις ΕΔΕ και τι αποφάσισε το δικαστήριο
Για τον θάνατο του νεογνού και τη βαριά μόνιμη αναπηρία της 29χρονης μητέρας διατάχθηκε ΕΔΕ από τη διοίκηση του νοσοκομείου, κατόπιν καταγγελίας του 29χρονης και του συζύγου της. Αυτή ολοκληρώθηκε έπειτα από πέντε μήνες, τον Ιανουάριο του 2016. Στην πειθαρχική διαδικασία για τη γιατρό όμως καταγράφονται γκρίζες ζώνες. Το πόρισμα της ΕΔΕ διαβιβάστηκε στην 4η Υγειονομική Περιφέρεια (ΥΠΕ) Μακεδονίας-Θράκης η οποία το ανέπεμψε προκειμένου «να προσδιοριστούν επακριβώς κατά τόπο και χρόνο, α) τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τα πειθαρχικά παραπτώματα, β) τα πρόσωπα που είναι υπαίτια για την τέλεση των προσδιορισμένων πειθαρχικών παραπτωμάτων». Μόνον προβληματισμό γεννά το γεγονός ότι έστω και ελλιπής η ΕΔΕ δεν υποβλήθηκε αυτεπαγγέλτως και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ροδόπης. Ομοίως και το γεγονός ότι η διοίκηση της 4ης ΥΠΕ χρειάστηκε 18 μήνες (!) για να αναπέμψει το πόρισμα της ΕΔΕ και να ζητήσει συμπληρωματική ΕΔΕ.
Η συμπληρωματική ΕΔΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η γιατρός επέδειξε αμέλεια ή ατελή εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος της διότι δεν εκτίμησε εγκαίρως τη βαρύτητα της κατάστασης και δεν επίσπευσε την καισαρική τομή με αποτέλεσμα να προκληθούν ανήκεστες βλάβες στο κύημα, το οποίο και τελικά κατέληξε, όπως και μόνιμη αναπηρία στην γυναίκα (υστερεκτομή)».
Στην πρώτη ΕΔΕ είχε διαπιστωθεί «αμέλεια ή ατελή εκπλήρωση του υπηρεσιακού της καθήκοντος», αλλά γινόταν ιδιαίτερη μνεία στο ότι «η γιατρός διατήρησε την ψυχραιμία της και έσωσε τη ζωή της γυναίκας ολοκληρώνοντας επιτυχώς μια δύσκολη χειρουργική επέμβαση με μεγάλη θνητότητα»!
Η γιατρός παραπέμφθηκε για πειθαρχικό έλεγχο στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο τον Ιούλιο του 2018, δηλαδή τρία χρόνια μετά το τραγικό συμβάν στο οποίο εμπλεκόταν. Αλλά και τότε η συζήτηση αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος της γιατρού. Πλέον η υπόθεση βρίσκεται στο Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ΕΣΥ στο υπουργείο Υγείας.
Τον Ιούλιο του 2018 ο σύζυγος της 29χρονης απογοητευμένος και εξουθενωμένος από τη βασανιστικά αργή διαδικασία του πειθαρχικού ελέγχου της γυναικολόγου ζήτησε από το ΣΕΥΥΠ να διερευνηθεί τι έγινε στο Νοσοκομείο Κομοτηνής, γιατί διενεργήθηκε συμπληρωματική ΕΔΕ ενάμισι έτος μετά την πρώτη ΕΔΕ και γιατί η πρώτη ΕΔΕ δεν υποβλήθηκε στην Εισαγγελία.
Μελετώντας όλα τα έγγραφα οι Επιθεωρητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «η γιατρός υπέπεσε σε σοβαρότατα ιατρικά λάθη τα οποία δεν διαπιστώθηκαν στο σύνολό τους από τις διενεργηθείσες ΕΔΕ του νοσοκομείου και τα οποία καθιστούν βαρεία την αμέλεια εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος».
Το ποινικό σκέλος προχώρησε με πιο ταχύ ρυθμό σε σύγκριση με το πειθαρχικό που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Έπειτα από αναβολές η υπόθεση συζητήθηκε στις 6 Μαρτίου 2019. Το δικαστήριο καταδίκασε τη γιατρό σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση με αναστολή για ανθρωποκτονία από αμέλεια (νεογνό) και σωματικές βλάβες από αμέλεια (29χρονη). Η γυναικολόγος άσκησε έφεση και συνέχισε να εργάζεται στο νοσοκομείο Κομοτηνής.