Εξακολουθεί να παραμένει μειωμένο και «παγωμένο» στα επίπεδα του 2013 το εφάπαξ των γιατρών, αποφάνθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και απέρριψε την σχετική αίτηση του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ).
Το 2016 είχε προσφύγει στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ο ΠΙΣ και ζητούσε να ακυρωθούν δύο αποφάσεις του υπουργού Εργασίας (από 7.6.2016 και από 8.6.2016) για τον καθορισμό των παραμέτρων υπολογισμού των εφάπαξ παροχών, κατά το σκέλος εκείνο που επέρχονται ποσοστιαίες μειώσεις στις χορηγούμενες στους γιατρούς εφάπαξ παροχές.
Η μείωση του εφάπαξ έγινε κατά τις επιταγές του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016 (νόμος 4092/2012) σε όσους γιατρούς αποχωρούσαν από την υπηρεσία.
Ο ΠΙΣ υποστήριζε ότι τα ποσά του εφάπαξ είναι σημαντικά μειωμένα σε σχέση με αυτά που χορηγούντο έως την έκδοση της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης.
Ακόμη, υποστήριζε ότι η μείωση που έγινε είναι αντίθετη σε μια πλειάδα διατάξεων του Συντάγματος, όπως 2, 4, 22 και 25, όπως επίσης προσκρούει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Αντιβαίνει όμως και στην αρχή της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων, καθώς ορίζει αναδρομικά νέο τρόπο υπολογισμού από 1.9.2013 του εφάπαξ, όπως επίσης παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.
Το Α’ Τμήμα του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 1223/2019 απόφασή του (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Αναστάσιος Γκότσης και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Όλγα Ζύγουρα), τρία χρόνια μετά την κατάθεση της αίτησης ακύρωσης, έκρινε ότι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται από τον ΠΙΣ είναι αόριστοι και απορρίφθηκε η αίτηση ακύρωσης ως απαράδεκτη.
Και αυτό, επισημαίνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ανεξάρτητα από την υπ΄ αριθμ. 734/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου που έκρινε συνταγματικές και σύμφωνες με την ΕΣΔΑ τις περικοπές του εφάπαξ των δημοσίων υπαλλήλων που έγιναν σύμφωνα με τη μνημονιακή νομοθεσία.