«Οι γονείς να ανοίξουν τα βιβλιάρια υγείας των παιδιών και να ελέγξουν την εμβολιαστική τους κάλυψη. Το ίδιο να κάνουν και όσοι είναι κάτω των 50 χρόνων. Να ρωτήσουν τους γονείς τους αν έχουν νοσήσει ή αν έχουν εμβολιαστεί και με τις δύο δόσεις για την ιλαρά». Η προτροπή, μέσω του «ΘΕΜΑτος», της ομότιμης καθηγήτριας Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρίας Θεοδωρίδου, συμπυκνώνει το πρόβλημα αλλά και τη λύση αναφορικά με την επανεμφάνιση της ιλαράς, που ακουμπά πλέον και την Ελλάδα.
Η μέχρι προ δύο δεκαετιών «ξεχασμένη παιδική νόσος» σήκωσε κύματα επιδημίας στην Ευρώπη, έχοντας σημάνει συναγερμό και στις ελληνικές υγειονομικές αρχές. Πέντε ενήλικες στην Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των οποίων και ιατρο-νοσηλευτικό προσωπικό, αποτελούν τα κρούσματα που μετρά, προς το παρόν, η χώρα μας. Ολοι ήταν ανεμβολίαστοι. Μάλιστα, μέχρι και την περασμένη Παρασκευή ένας παρέμενε ακόμη για νοσηλεία.
«Ακάλυπτες» περιοχές
Ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) με δέσμη μέτρων στοχεύει στην ενίσχυση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού. Σύμφωνα με πληροφορίες, πολλές «νησίδες» ανεμβολίαστων ατόμων εντοπίζονται κυρίως σε τρεις περιοχές της χώρας, στη Δυτική Ελλάδα, την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, με τους αρμόδιους να επικεντρώνονται σε αυτές ώστε να προληφθεί το ξέσπασμα και η μετάδοση της νόσου.
Ο απολογισμός της προηγούμενης επιδημίας ιλαράς στην Ελλάδα, τη διετία 2017-2018, ήταν πάνω από 3.200 κρούσματα και τέσσερις θάνατοι. Σημειωτέον ότι και τότε είχαν νοσήσει και νοσηλευτεί επαγγελματίες υγείας, μετά την έκθεσή τους σε ασθενείς με ιλαρά. Είχαν προηγηθεί άλλες δύο μικρότερης έντασης επιδημίες, το 2010 με 149 κρούσματα και το 2006 με 518 κρούσματα. Στην Ευρώπη, σε αυτή τη φάση, υπάρχει έξαρση σε αρκετές χώρες, μεγαλύτερη είναι όμως σε Ρουμανία, Αυστρία και Γαλλία.
Η ανοσία του πληθυσμού
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιοι στην Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού και τον ΕΟΔΥ, την περίοδο 2020-2021 το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού έναντι της ιλαράς ήταν 90%. Εμμέσως στο ίδιο συμπέρασμα είχαν καταλήξει οι ειδικοί μόλις έληξε η επιδημία ιλαράς το 2018, παρατηρώντας τον ρυθμό μετάδοσης και τα αναχώματα που υψώνονταν από τους εμβολιασμένους πολίτες, συγκρατώντας το δυνατό κύμα.
«Το ποσοστό κάλυψης είναι υψηλό. Το 90% έχει αντισώματα έναντι της ιλαράς είτε μέσω νόσησης, καθώς η φυσική νόσηση προσφέρει ισόβια ανοσία, ή μέσω εμβολιασμού. Ωστόσο, όσο πιο μεταδοτικό είναι ένα νόσημα (και η ιλαρά συγκαταλέγεται στα πολύ μεταδοτικά, καθώς ένας ασθενής μπορεί να τη μεταδώσει σε έως 18 άτομα) τόσο πιο υψηλή κάλυψη απαιτείται. Και στην προκειμένη περίπτωση για να έχουμε αναστολή μετάδοσης του ιού το ποσοστό πρέπει να είναι 95%», λέει η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών.
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι τα στοιχεία προκύπτουν από οροεπιδημιολογική μελέτη που διενεργεί ο ΕΟΔΥ σε συνδυασμό με τη συνταγογράφηση από την ΗΔΙΚΑ. Η χώρα μας δεν διαθέτει τα δεδομένα εκείνα που θα της επιτρέψουν να χαράξει τη στρατηγική για τον εμβολιασμό εν γένει και τη θωράκιση της δημόσιας υγείας. Παρότι προβλέπεται η ηλεκτρονική καταγραφή των εμβολίων για όλα τα νοσήματα, το ψηφιακό Εθνικό Μητρώο Εμβολιασμών εμπλουτίζεται με αργό ρυθμό, αναντίστοιχο της ψηφιακής εξέλιξης που υπάρχει. Είναι ενδεικτικό ότι μέσα στους πρώτους 19 μήνες λειτουργίας του ψηφιακού Μητρώου είχαν καταχωρισθεί εμβολιασμοί για μόλις 167.100 παιδιά από 1.775 παιδιάτρους, σε σύνολο 1,9 εκατομμυρίων παιδιών και εφήβων.
«Η ακριβής γνώση για την εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού θα επιτρέψει να παρακολουθούμε δείκτες επιδημιολογικής αξιολόγησης και αναλόγως να διαμορφώνουμε πολιτικές υγείας. Γι’ αυτό και τονίζουμε πόσο σημαντικό είναι οι παιδίατροι να ενημερώνουν το ηλεκτρονικό βιβλιάριο υγείας των παιδιών και συνεπώς να τροφοδοτούν το Μητρώο Εμβολιασμού», επισημαίνει η κυρία Θεοδωρίδου.
Μειώθηκε
«Η νόσος καταγράφει μία κυκλικότητα στις εξάρσεις της, γεγονός που μπορεί να συσχετισθεί με το πόσο αυξάνεται ή μειώνεται η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού. Ενας επιπλέον παράγοντας που επέδρασε αρνητικά ήταν η πανδημία του κορωνοϊού. Κατά τη διάρκειά της μειώθηκε το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης παγκοσμίως. Απευθύναμε εκκλήσεις στους γονείς να μην αμελούν τον εμβολιασμό των παιδιών τους», λέει στο «ΘΕΜΑ» η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών και του Δ.Σ. ΕΟΔΥ, Βασιλική Παπαευαγγέλου, η οποία συντονίζει την ομάδα εργασίας για την ενίσχυση της εμβολιαστικής κάλυψης έναντι της ιλαράς.
Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό νόσου πρέπει να είναι εμβολιασμένοι με δύο δόσεις εμβολίου. Πλέον στα μωρά η 1η δόση γίνεται σε ηλικία 12 με 15 μηνών και η 2η συστήνεται ακόμη και έναν μήνα μετά την 1η, αντί για τα 3 έτη που ήταν παλαιότερα.