Οι πολύ δημοφιλείς προς τους νεαρότερους καπνιστές γεύσεις στα προϊόντα καπνού στην Ισπανία πρόκειται να καταργηθούν.
Η ισπανική κυβέρνηση θα απαγορεύσει τα αρώματα σε όλα τα προϊόντα καπνού, κυρίως στα πολύ δημοφιλή ηλεκτρονικά τσιγάρα, τα οποία θα υπόκεινται εφεξής στους ίδιους κανονισμούς με τα συμβατικά τσιγάρα, όπως ανακοίνωσε χθες η υπουργός Υγείας.
«Οι γεύσεις των προϊόντων καπνού (φίλτρα, χαρτάκια στριφτού τσιγάρου, κάψουλες κλπ) απαγορεύονται πλέον» και το υγρό που χρησιμοποιείται στα ηλεκτρονικά τσιγάρα θα υπόκειται «στον ίδιο κανονισμό με τον συμβατικό καπνό», έγραψε στο X η υπουργός Υγείας της χώρας Μόνικα Γκαρθία έπειτα από το υπουργικό συμβούλιο.
Το μέτρο θα τεθεί σε εφαρμογή εντός τριών μηνών μετά τη δημοσίευση του διατάγματος.
Η υπουργός ανέφερε στο X ότι η κυβέρνηση του σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ εργάζεται επί του παρόντος πάνω σε «ένα σχέδιο για τη συνολική πρόληψη και έλεγχο του καπνού που θα περιλαμβάνει τη ρύθμιση για τις συσκευές ατμίσματος, τη δημιουργία άκαπνων χώρων και άλλους τομείς για την πρόληψη του εθισμού και την προστασία της δημόσιας υγείας».
Ως εναλλακτικό είδος καπνίσματος, οι συσκευές ατμίσματος ή τα ηλεκτρονικά τσιγάρα, ενώ παρουσιάζονται κάποιες φορές ως ένα μέσο για την οριστική διακοπή του καπνίσματος, τελικώς έχουν καθιερωθεί ως ένα υποκατάστατο του συμβατικού τσιγάρου.
Μια συσκευή ατμίσματος απελευθερώνει με την θέρμανση ενός υγρού ένα αερόλυμα, που συνήθως περιέχει νικοτίνη και αρωματικές ουσίες, αλλά δεν απελευθερώνει πίσσα ή μονοξείδιο του άνθρακα –τις δύο πιο βλαβερές ουσίες του τσιγάρου που προκαλούν καρκίνο και καρδιαγγειακές νόσους.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), το ηλεκτρονικό τσιγάρο παραμένει ένα “επιβλαβές” προϊόν, το οποίο απελευθερώνει μια “πολύ εθιστική” ουσία: τη νικοτίνη.
Η Ισπανία εξακολουθεί να έχει έναν μεγάλο αριθμό καπνιστών, οι οποίοι επιτρέπεται να καπνίζουν στις βεράντες των μπαρ, παρότι ο αριθμός τους έχει μειωθεί σημαντικά.
Περίπου 26% των Ισπανών ενηλίκων καπνίζουν σε καθημερινή βάση, ποσοστό που υπερβαίνει τον παγκόσμιο μέσο όρο (22.3%), σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΠΟΥ για τον καπνό.