Την έντονη αντίδραση των φαρμακευτικών εταιρειών, οι οποίες αναπτύσσουν νέα καινοτόμα φάρμακα, προκάλεσε η πρόσφατη δημοσίευση για αλλαγές της φαρμακευτικής νομοθεσίας της ΕΕ. Αν και οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό η ΕΕ, τα Κράτη Μέλη και η φαρμακοβιομηχανία να αγωνίζονται να βελτιώσουν την πρόσβαση σε φάρμακα και εμβόλια και να τονώσουν την επιστήμη και την καινοτομία στην Ευρώπη, τελικά οι επικείμενη νέα νομοθεσία δεν κινείται σε αυτό το δρόμο.
Εκ μέρους του ΣΦΕΕ ο Πρόεδρος, κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου και ο Γενικός Διευθυντής ΣΦΕΕ και μέλος του Δ.Σ. της EFPIA, κ. Μιχάλης Χειμώνας, δήλωσαν ότι μοιράζονται τις ανησυχίες των ευρωπαϊκών εταιρειών για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η προτεινόμενη νομοθεσία στη χώρα μας και ιδιαίτερα στο χώρο της πρόσβασης σε νέα φάρμακα και στις επενδύσεις σε Κλινικές Μελέτες, όπου γίνεται υπερπροσπάθεια να τις προσελκύσουμε. Το θετικό είναι, σύμφωνα με το ΣΦΕΕ, ότι η Ελληνική Πολιτεία δια στόματος του Υπουργού Υγείας, κ. Θάνου Πλεύρη, είχε τοποθετηθεί ανοιχτά υπέρ της προστασίας της πατέντας, αναγνωρίζοντας την αξία της καινοτομίας. Επισημαίνεται ότι την ίδια θέση είχαν μοιραστεί και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία, Δανία κ.λπ.
«Τους επόμενους μήνες, δεσμευόμαστε να συνεργαστούμε με μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, τις Εθνικές Αρχές και όλους τους άλλους εμπλεκομένους φορείς, ώστε να διασφαλίσουμε ότι το πακέτο της αναθεωρημένης φαρμακευτικής πολιτικής
και το πακέτο επί των πατεντών θα καλύπτουν τις ανάγκες των ασθενών, τα Εθνικά συστήματα υγείας, τα Κράτη Μέλη και τον τομέα επιστημών ζωής της Ευρώπης. Αν δεν γίνουν αλλαγές, η κληρονομιά αυτής της Επιτροπής θα είναι μια Ευρώπη απλή καταναλώτρια της ιατρικής καινοτομίας άλλων περιφερειών του πλανήτη και Ευρωπαίοι καταναλωτές που θα περιμένουν περισσότερο από ποτέ για τις τελευταίες εξελίξεις στην φροντίδα υγείας», αναφέρουν οι εκπρόσωποι του ΣΦΕΕ.
Να επισημάνουμε ακόμη ότι η Nathalie Moll, Γενική Διευθύντρια της EFPIA, με αφορμή τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέφερε: «Από τη σύστασή της, η EFPIA, οι Εταιρείες και οι Ενώσεις Μέλη της, υποστήριξαν τους στόχους της Φαρμακευτικής Στρατηγικής της ΕΕ. Η εξασφάλιση γρήγορης και πιο ισότιμης πρόσβασης στα φάρμακα, η αποφυγή και μείωση των ελλείψεων, καθώς και η διασφάλιση ότι η Ευρώπη θα μπορέσει να γίνει παγκόσμιος ηγέτης στην ιατρική καινοτομία είναι κοινοί μας στόχοι. Δυστυχώς, οι σημερινές προτάσεις καταφέρνουν να ναρκοθετήσουν την Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ευρώπη ενόσω αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν το θέμα της πρόσβασης των ασθενών στα φάρμακα».
Ο Hubertus von Baumbach, Πρόεδρος της EFPIA, είπε: «Καλωσορίζουμε κινήσεις προς ένα Ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο ανθεκτικό στον χρόνο και ενθαρρύνουμε την έρευνα για νέες θεραπείες αντιμετώπισης της μικροβιακής αντοχής. Αν και η αναθεωρημένη νομοθεσία είχε στόχο να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, ο καθαρός αντίκτυπος των πολιτικών που δρομολογούνται με αυτές τις προτάσεις, στην τρέχουσα μορφή τους, θέτει σε κίνδυνο την Ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα: συνολικά, αποδυναμώνει την ελκυστικότητα της Ευρώπης ως προορισμό επενδύσεων στην καινοτομία και παρεμποδίζει την Ευρωπαϊκή επιστήμη, Έρευνα και Ανάπτυξη. Προκειμένου να υλοποιηθεί πραγματικά η φιλοδοξία της ΕΕ για μια καινοτόμο φαρμακοβιομηχανία που επικεντρώνεται στον ασθενή, είναι ζωτικής σημασίας να προηγηθεί ένας ολοκληρωμένος και πλήρης έλεγχος των επιπτώσεων που θα έχει η υπό αναθεώρηση φαρμακευτική πολιτική επί της ανταγωνιστικότητας».
Η Nathalie Moll επισημαίνει ακόμη ότι: «Η προσέγγιση που υιοθετείται στο προσχέδιο του νομοθετήματος, που ποινικοποιεί την καινοτομία αν ένα φάρμακο δεν είναι διαθέσιμο σε όλα τα Κράτη Μέλη μέσα σε δύο χρόνια από την κυκλοφορία του, είναι θεμελιωδώς λανθασμένη και συνιστά έναν ανέφικτο στόχο για τις εταιρείες. Η συντριπτική πλειοψηφία των καθυστερήσεων στην πρόσβαση σε νέα φάρμακα εμφανίζεται, ως γνωστόν, μετά την υποβολή των αιτημάτων για τιμολόγηση και αποζημίωση από τις εταιρείες, οι οποίες περιμένουν κάποια απόφαση, προκειμένου η νέα θεραπεία να είναι διαθέσιμη στους ασθενείς. Το να διορθωθεί η τεράστια διαφορά της πρόσβασης σε νέα φάρμακα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ απαιτεί από όλους τους εταίρους να καθίσουν κατεπειγόντως γύρω από το τραπέζι και να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά ζητήματα αντί να δουλεύουν πάνω σε μια νομοθεσία που δεν θα δουλέψει σε επίπεδο ΕΕ και είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία».