Για μια νέα «αιφνίδια και παράλογη επιβάρυνση» κατηγορούν οι φαρμακευτικές εταιρείες το Υπουργείο Υγείας, το οποίο μέσα από απόφαση του Θάνου Πλεύρη, επιβάλλει μια ακόμη υποχρεωτική έκπτωση 3% στα φάρμακα τα οποία αφορούν σε σημαντικές ασθένειες. Με ανακοίνωσή του χθες ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Εταιρειών Ελλάδας (ΣΦΕΕ) αναφέρει ότι η σχετική απόφαση έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και πως βασική επιδίωξη του υπουργείου είναι να πετύχει τους στόχους για μείωση του clawback με την μετατροπή του σε rebate.
Όπως αναφέρει ο ΣΦΕΕ στην ανακοίνωσή του, μετά τη θεσμοθέτηση πρόσθετης υποχρεωτικής έκπτωσης 5% στα μοναδικά φάρμακα με αναδρομική ισχύ από την 1/1/2022, τον Μάιο, την 1η Νοεμβρίου (2 μήνες πριν την ολοκλήρωση του έτους), η Κυβέρνηση εισάγει μια ακόμη έκπτωση της τάξης του 3% με την ίδια αναδρομικότητα, στις θεραπευτικές κατηγορίες που διακινούνται κυρίως στα ιδιωτικά φαρμακεία και σημειώνουν υψηλές πωλήσεις σε ετήσια βάση.
«Το αξίωμα ότι εφόσον αυξάνεται η κατανάλωση σε μια θεραπευτική κατηγορία – ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι λόγοι που δημιουργούν αυτή την αύξηση – τότε θα τιμωρηθούν οικονομικά αυτοί που προσφέρουν τη θεραπεία, ομολογούμε ότι είναι ιδιαίτερα ευρηματικό, αλλά δεν σχετίζεται με βασικές αρχές πολιτικής υγείας», αναφέρει ο ΣΦΕΕ.
«Με απλά λόγια, οι εταιρείες που έχουν για παράδειγμα φάρμακα για την υπέρταση φταίνε που είναι πολλοί αυτοί που έχουν αρτηριακή υπέρταση σύμφωνα με τις διαγνώσεις των ιατρών δημόσιων δομών, οι εταιρείες που έχουν φάρμακα για το διαβήτη φταίνε που είναι πολλοί αυτοί που έχουν σακχαρώδη διαβήτη σύμφωνα με τις διαγνώσεις των ιατρών δημόσιων δομών, οι εταιρείες που έχουν φάρμακα για την δυσλιπιδαιμία φταίνε που είναι πολλοί αυτοί που έχουν υπερλιπιδαιμία κ.ο.κ.», επισημαίνεται.
Με ακόμα πιο απλά λόγια η επιβολή αυτών των εκπτώσεων σημαίνει ότι μειώνεται η υπέρβαση (clawback) κατά 5% και 3% αλλά αυξάνονται οι υποχρεωτικές εκπτώσεις (rebates) με τα αντίστοιχα ποσοστά. Δηλαδή «μεταμφιέζεται» το clawback. Ο υπέρτατος στόχος είναι να μειωθεί το απόλυτο νούμερο του clawback σε σχέση με το επίπεδο του 2020, ώστε να επιτευχθεί ένας σχετικός στόχος του πλάνου ανασυγκρότησης (RRF). Το πως θα γίνει και ποιον αντίκτυπο θα έχει στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων είναι αδιάφορο στην Πολιτεία.
Οι φαρμακευτικές θέτουν το εξής ερώτημα: πως θα σχεδιάσει μια εταιρεία την ετήσια ή μακροχρόνια βιωσιμότητα της, τις επενδύσεις της, την πρόσληψη νέων εργαζομένων, την έρευνα και τον καινοτόμο εκσυχρονισμό της, όταν στο τέλος του έτους και με αναδρομική ισχύ επιβάλλονται αναγκαστικά εισπρακτικά μέσα ή όταν δεν υπάρχουν δικλείδες σταθεροποίησης έστω αυτής της νοσηρής κατάστασης; Απάντηση δεν υπάρχει.
Και όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά, δεν έχει απάντηση, γιατί η αναδρομική ισχύς ξαφνικών μέτρων καταλύουν κάθε έννοια προβλεψιμότητας, τον θεμέλιο λίθο του υγιούς επιχειρείν και επιπλέον προσθέτουν πολυπλοκότητα που οδηγεί στην αδιαφάνεια. Ως επιστέγασμα αυτού, η τελευταία Υπουργική Απόφαση δεν ξεκαθαρίζει καν, αν για το 2023 αυτές οι πρόσθετες υποχρεωτικές εκπτώσεις θα ισχύουν και αθροιστικά ή όχι, μια λεπτομέρεια ίσως που δυστυχώς μπορεί να αποτελεί και δήλωση προθέσεων για την αντιμετώπιση του μεγέθους της υπέρβασης (clawback) για το 2023.
Στην ουσία πρόκειται για άλλη μια αύξηση στην υπερφορολόγηση των φαρμακευτικών εταιρειών, που ανέρχεται πάνω από το 70% των πωλήσεων τους, που όχι μόνο δεν έχει κανένα οικονομικό όφελος για τον ασθενή, αλλά θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας των εταιρειών ενώ θέτει σε κίνδυνο την προσβασιμότητα των ασθενών στις θεραπείες που έχουν ανάγκη, παρούσες αλλά κυριότερα μελλοντικές.
«Δυστυχώς είμαστε, για μια ακόμη φορά, θεατές μέτρων που εισάγονται εκ των υστέρων για να αντιμετωπίσουν τετελεσμένα γεγονότα, ενώ μάταια ψάχνουμε να δούμε να εφαρμόζονται μέτρα που θα προλαμβάνουν γεγονότα. Αν η Κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το μέγεθος και τις αιτίες του προβλήματος θα πρέπει να σχεδιάσει λύσεις – εφόσον δεν είναι ικανοποιημένη από τις προτάσεις που διαχρονικά έχουμε καταθέσει – που αντιμετωπίζουν με όρους κανονικότητας και βιωσιμότητας:
1. Την ανεπαρκή χρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης.
2. Τον πραγματικό έλεγχο του μεγέθους και του μίγματος της ζήτησης, ώστε οι στόχοι του πλάνου ανασυγκρότησης να επιτευχθούν επί της ουσίας και όχι με λογιστικές αλχημείες όπως αυτές που έχει υιοθετήσει το υπουργείο Υγείας», καταλήγει η ανακοίνωση του ΣΦΕΕ.
Διαβάστε επίσης
ΣΦΕΕ: Δραματική η υποχρηματοδότηση του νοσοκομειακού φαρμάκου