Ολόκληρο το άρθρο του Κώστα Αθανασάκη*:
«Τα εμβόλια, ως τεράστια επιτεύγματα της επιστήμης, και τα εμβολιαστικά προγράμματα, ως ένα ύψιστο παράδειγμα της εφαρμοσμένης έκφρασης των κρατικών πολιτικών δημόσιας υγείας, άλλαξαν τον κόσμο μας. Οδήγησαν στην εξάλειψη μιας σειράς μεταδοτικών νοσημάτων, αύξησαν το προσδόκιμο επιβίωσης και την ποιότητα ζωής των ατόμων και βελτίωσαν το συλλογικό ανθρώπινο κεφάλαιο. Παράλληλα, συνέδραμαν και συνεχίζουν να συνδράμουν στην ισότητα των ευκαιριών για μια υγιέστερη ζωή, ιδίως όταν τα εμβολιαστικά προγράμματα φροντίζουν ενεργά να συμπεριλαμβάνουν το σύνολο του πληθυσμού και, κυρίως, τους οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερους.
Το μέλλον των συστημάτων υγείας διαμορφώνεται σήμερα. Οι μεγάλες προκλήσεις για την υγεία του μέλλοντος, όπως η δημογραφική γήρανση και η επιδημιολογική μεταβολή, επιβάλλουν τη διαμόρφωση πολιτικών και δράσεων που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας, δηλαδή την ικανότητά του να μπορεί να βελτιώνει συνεχώς την υγεία του πληθυσμού, με το να συνεχίζει να παρέχει αδιάλειπτα τις κατάλληλες υπηρεσίες υγείας, με τη δέουσα επάρκεια πόρων, και υπό το πρίσμα της ισότητας στην πρόσβαση, της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και της αποδοτικότητας στην κατανομή των πόρων υγείας. Παράλληλα, τα συστήματα υγείας που βλέπουν στο μέλλον οφείλουν να διασφαλίζουν και την ανθεκτικότητά τους απέναντι σε ενδεχόμενες κρίσεις και απειλές και να είναι προετοιμασμένα να μειώσουν στο ελάχιστο δυνατό τις δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία του πληθυσμού.
Τα εμβολιαστικά προγράμματα είναι μια θεμελιώδης κοινωνική υποδομή για την εγγύηση της βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας. Υπό το πρίσμα των Οικονομικών της Υγείας, και πέραν των προφανών κλινικών και επιδημιολογικών προεκτάσεων, τα εμβολιαστικά προγράμματα τεκμηριωμένα οδηγούν σε μείωση της χρήσης υπηρεσιών υγείας, όπως οι επισκέψεις, οι διαγνωστικές εξετάσεις, η λήψη φαρμάκων, η ενδονοσοκομειακή νοσηλεία, μέσω του περιορισμού της νοσηρότητας στην κοινότητα. Επίσης, δημιουργούν θετικές εξωτερικότητες σε άλλους τομείς του συστήματος υγείας, όπως η μείωση της χρήσης αντιβιοτικών, και προάγουν τη συλλογική κοινωνική ευημερία, προλαμβάνοντας μια σειρά απειλητικών για τη ζωή νοσημάτων – μεταξύ αυτών και οι περιπτώσεις ορισμένων καρκίνων.
Με βάση τα παραπάνω δεν προκαλεί έκπληξη η μεγάλη αποδοτικότητα των εμβολιαστικών προγραμμάτων, όπως καταγράφεται στις σχέσεις κόστους-οφέλους. Με βάση δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η επίπτωση των νοσημάτων που προλαμβάνονται μέσω του εμβολιασμού είναι μεγαλύτερη, για κάθε ένα δολάριο που επενδύεται σε εμβολιαστικά προγράμματα, επιστρέφουν στην κοινωνία 51 δολάρια, με τη μορφή καλύτερης υγείας, υψηλότερης παραγωγικότητας και πιο εύρωστης οικονομίας. Οι ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, διαφοροποιούνται από το παραπάνω παράδειγμα – ακριβώς λόγω της μακροχρόνιας κληρονομιάς και παράδοσης υψηλών ποσοστών συμμετοχής στον εμβολιασμό. Παρόλα αυτά, ακόμα και στις ανεπτυγμένες χώρες αναφέρονται δείκτες κόστους-οφέλους της τάξης του 1 προς 14 (όφελος αξίας 14 ευρώ για κάθε 1 ευρώ που επενδύεται) στα βασικά εμβόλια. Χαρακτηριστικά, στη χώρα μας και ειδικά για την περίπτωση των εμβολιασμών έναντι της Covid-19, η σχέση κόστους-οφέλους για τον εμβολιασμό εκτιμάται σε τουλάχιστον 1 προς 4 (οφέλη αξίας 4 ευρώ για το σύστημα υγείας για κάθε 1 ευρώ που επενδύεται), σε καθαρά οικονομικούς όρους, χωρίς να συνεκτιμώνται οι θετικές επιδράσεις στην ποιότητα ζωής των πασχόντων και των οικείων τους από τον εμβολιασμό.
Η συνεχής βελτίωση των εμβολιαστικών προγραμμάτων, τόσο από πλευράς πρόσβασης όσο και από πλευράς στόχων και πολιτικών ενίσχυσης του εμβολιασμού, θα πρέπει να αποτελεί μια κεντρική δραστηριότητα του συστήματος υγείας, με σκοπό την ενδυνάμωσή του σε όρους βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας, και όχι απλώς μια συμπληρωματική υπηρεσία του τομέα υγείας. Η Ελλάδα έχει την τύχη (ή την πρόνοια) να αποτελεί μια χώρα με ισχυρή εμβολιαστική παράδοση, καθώς διαχρονικά βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς τη συμμετοχή των παιδιών στους βασικούς εμβολιασμούς, και διαθέτει ένα από τα πληρέστερα εμβολιαστικά προγράμματα στην Ευρώπη. Ο προϋπολογισμός για τα εμβόλια που εντάσσονται στο εθνικό πρόγραμμα εμβολισμού είναι πλέον διακριτός και ανέρχεται στα 170 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος (ως τάξη μεγέθους, η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ ανέρχεται στα 2.001 εκατομμύρια ευρώ ετησίως).
Τα εμβολιαστικά προγράμματα δημιουργούν ένα σημαντικό όφελος δημόσιας υγείας, με σχετικά μικρό κόστος. Παρόλα αυτά, η εμβολιαστική πολιτική οφείλει να μην επαναπαύεται, αλλά να αναζητά τη λύση σε όλες τις προκλήσεις που ανακύπτουν ή αναμένεται να ανακύψουν στο ορατό μέλλον. Η βελτίωση των ποσοστών συμμετοχής στα νέα εμβόλια του εθνικού προγράμματος (παιδιών, εφήβων ή ενηλίκων) μέσω της αναζήτησης καινοτόμων πολιτικών παρακίνησης, αλλά και η συνεχής βελτίωση της αποδοτικότητας της εμβολιαστικής δαπάνης, μέσω εντατικών διαπραγματεύσεων με τις εταιρίες που αναπτύσσουν και διαθέτουν τα εμβόλια στην αγορά, είναι πολιτικές που μπορούν να συνδράμουν σε ένα καλύτερο μέλλον για το σύστημα υγείας, σήμερα».
* Ο Κώστας Αθανασάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
** Η MSD Ελλάδος υποστηρίζει την πρωτοβουλία του «Πρώτου Θέματος» να αναδείξει τη σημασία του εμβολιασμού. Η φαρμακευτική εταιρεία δεν έχει καμιά ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.