Στο «τρένο» του ψηφιακού μετασχηματισμού επιχειρεί να επιβιβαστεί το ελληνικό Σύστημα Υγείας για να μπορέσει να είναι βιώσιμο και αποτελεσματικό στο απαιτητικό περιβάλλον του μέλλοντος. Εφαρμογές όπως η Άυλη Συνταγογράφηση, το My Health App, το Ψηφιακό Βιβλιάριο Υγείας Μαθητών και ο Εθνικός Ψηφιακός Φάκελος Υγείας αποτελούν μερικά μόνο «βήματα» στη μακρά διαδρομή που έχουμε μπροστά μας προκειμένου η συλλογή των πρωτογενών δεδομένων υγείας να οδηγήσει στη δημιουργία βάσεων δευτερογενών δεδομένων, οι οποίες θα ανοίξουν τον δρόμο για την εξοικονόμηση πόρων, την εφαρμογή της Ιατρικής Ακριβείας και τη διενέργεια περισσοτέρων κλινικών μελετών στη χώρα μας.
Τα δευτερογενή δεδομένα υγείας χαρακτηρίζονται ως ο νέος «χρυσός» για τους επιστήμονες, τους οικονομολόγους Υγείας και τα εθνικά Συστήματα Υγείας των χωρών. Η μεθοδική και λεπτομερής συλλογή των στοιχείων που συλλέγονται από τον θεράποντα ιατρό κάθε φορά που πραγματοποιούμε μια ιατρική επίσκεψη ή νοσηλεία στο νοσοκομείο (πρωτογενή δεδομένα), μπορεί για παράδειγμα να συμβάλλει στη δόμηση μια ευρύτερης βάσης στοιχείων (δευτερογενή) για μια μεγάλη ομάδα ατόμων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στατιστική ανάλυση, μελέτες παρατήρησης ή υπολογισμό κόστος θεραπείας μεταξύ άλλων.
Αν και στην Ελλάδα η συζήτηση για τα πρωτογενή και δευτερογενή δεδομένα έχει πρόσφατα κεντρίσει το ενδιαφέρον της Πολιτείας και των πολιτών, όπως εξηγεί μιλώντας στο ygeiamou.gr o Δρ Αθανάσιος Τσάνας, Αναπληρωτής Καθηγητής Βιοϊατρικής Τεχνολογίας και Ανάλυσης Δεδομένων στο Ινστιτούτο Usher της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, «η ύπαρξη τους και η αξία τους για την Ιατρική και τις Πολιτικές Υγείας είναι τόσο παλιά όσο και η ιστορία της Ανθρωπότητας. Δύο-τρία απλά παραδείγματα μπορούν να σας βοηθήσουν να σχηματίσετε την εικόνα: Πριν από 150-170 χρόνια είχαμε πολύ υψηλά ποσοστά θανάτων γυναικών μετά τον τοκετό. Κάποιος γιατρός συνέκρινε τα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ των κλινικών και προέβη στη σύσταση να πλένουν οι γιατροί καλά τα χέρια τους πριν τη διενέργεια του τοκετού! Για να κάνει τη σύγκριση έπρεπε να υπάρχει λεπτομερής καταγραφή δεδομένων για τις συνθήκες υπό τις οποίες έχασαν τη ζωή τους οι επίτοκοι. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στην περίφημη μελέτη που έγινε στο Φράμινγκχαμ (Framingham) στις ΗΠΑ, η οποία ξεκίνησε το 1950 και αφορούσε στην διαρκή παρακολούθηση της υγείας του πληθυσμού της ομώνυμης πόλης λίγο έξω από τη Βοστώνη. Η διαρκής καταγραφή στοιχείων και η επεξεργασία αυτών βοήθησε τους γιατρούς να κατανοήσουν πιθανές σχέσεις μεταξύ κάποιων παραγόντων (π.χ. κάπνισμα, σωματικό βάρος) και την εκδήλωση διαφόρων ασθενειών όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα κι αντίστοιχα να διαπιστώσουν εάν παρεμβάσεις όπως η άθληση έχουν ευεργετική επίδραση».
Τα χαρακτηριστικά αυτά παραδείγματα σύμφωνα με τον Δρ Τσάνα επιβεβαιώνουν την αξία της λεπτομερούς καταγραφής δεδομένων που αφορούν την υγεία μας και με τη βοήθεια αλγορίθμων, αναλυτικών μεθόδων και προγνωστικών μοντέλων οι κλινικοί γιατροί μπορούν να επιλέγουν τη βέλτιστη θεραπεία για κάθε ασθενή. «Η χρήση των πρωτογενών και δευτερογενών δεδομένων υγείας μπορεί να μειώσει τον χρόνο και το κόστος μιας νοσηλείας, την απουσία από την εργασία, να προλάβει την εκδήλωση άλλων ασθενειών και να συντελέσει σε περισσότερα και καλύτερα χρόνια ζωής», σημειώνει.
Το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα
Ο Δρ Τσάνας με μακρόχρονη εμπειρία από το βρετανικό Σύστημα Υγείας εξηγεί ότι η ύπαρξη μεγάλων βάσεων δεδομένων (όπως οι UK BioBank, OPCRD, SAIL, κ.λπ.) αλλά και η πρόσβαση των επαγγελματιών Υγείας και των ερευνητών σε στοιχεία εκατομμυρίων ασθενών συμβάλλει καθοριστικά στην Έρευνα και Ανάπτυξη (R & D). «Η Ελλάδα παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που έγινε εν μέσω πανδημίας με εργαλεία όπως το σύστημα των ραντεβού για τον εμβολιασμό έναντι της Covid-19, το Μητρώο Ασθενών Covid, η Άυλη Συνταγογράφηση κ.λπ. έχει ακόμα μακρύ δρόμο να βαδίσει στη συλλογή και αξιοποίηση των δεδομένων υγείας, τόσο σε επίπεδο νοσοκομείων, όσο και πόλεων, περιφερειών αλλά και σε εθνικό», τονίζει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, βασικό στοιχείο για τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό του Συστήματος Υγείας είναι η οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των επαγγελματιών Υγείας και εν συνεχεία η δημιουργία υποδομών για την συγκέντρωση και αξιοποίηση των πρωτογενών και δευτερογενών δεδομένων. «Οι επικεφαλής των κλινικών θα πρέπει να μάθουν να ‘μοιράζονται’ τα στοιχεία που συλλέγουν και μέσω ενός κεντρικού συστήματος ελέγχου να είναι σαφές ποιος έχει πρόσβαση στο αποθετήριο ιατρικών πληροφοριών και για ποιον λόγο, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος διαρροής των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Με έναν ξεκάθαρο σύγχρονο σχεδιασμό το ελληνικό Σύστημα Υγείας μπορεί να πετύχει ανάπτυξη νέων μοντέλων πρόληψης, περίθαλψης, εξατομικευμένης θεραπείας, συνεργασίας ιδιωτικού και δημοσίου τομέα με επίκεντρο την Κλινική Έρευνα και τη σύνδεση της ακαδημαϊκής κοινότητας με την αγορά εργασίας», σημειώνει.
Και καταλήγει τονίζοντας πως «αφετηρία είναι η πολιτική βούληση για να δημιουργηθεί το σχετικό νομικό πλαίσιο γύρω από το οποίο θα αναπτυχθεί ο κοινωνικός διάλογος για την επιμόρφωση των πολιτών και την κατάρτιση των επαγγελματιών Υγείας και των επιστημόνων ώστε να είναι διασφαλισμένη η ορθή χρήση των πρωτογενών και δευτερογενών δεδομένων Υγείας με όφελος για όλους».
Ο Γενικός Γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας του υπουργείου Υγείας, Ιωάννης Κωτσιόπουλος με τη σειρά του παραδέχεται μιλώντας στο ygeiamou.gr ότι «την προηγούμενη δεκαετία η χώρα μας σε ότι αφορά στα πρωτογενή δεδομένα περιορίστηκε στο Σύστημα Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης, τα συστήματα του ΕΟΠΥΥ αλλά και στις ψηφιακές υποδομές που ανέπτυξαν κάποια κεντρικά νοσοκομεία. Και παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην ψηφιοποίηση του Κράτους τα τελευταία τρία χρόνια, βρισκόμαστε αρκετά πίσω από τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ψηφιακή διασύνδεση νοσοκομείων
Τα έργα Ψηφιακού Μετασχηματισμού που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης στόχο έχουν να καλύψουν το χαμένο έδαφος. «Με το Ψηφιακό Πρόγραμμα Διαχείρισης του Καρκίνου επί παραδείγματι, φιλοδοξούμε να σχεδιάσουμε από την αρχή το πλέγμα των υπηρεσιών που αφορούν τον ογκολογικό ασθενή και με τη βοήθεια ψηφιακών εργαλείων να προσφέρουμε καλύτερη και ασφαλέστερη φροντίδα σε κάθε στάδιο της νόσου μειώνοντας την ταλαιπωρία των ασθενών», αναφέρει ο κ. Κωτσιόπουλος.
Παράλληλα τα συναρμόδια υπουργεία Υγείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης υλοποιούν ένα μεγάλο έργο αναβάθμισης της ψηφιακής ετοιμότητας και διασύνδεσης των νοσοκομείων. «Ο στόχος είναι να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον ασθενή μέσω συστημάτων που επιτρέπουν τη ‘ροή’ των δεδομένων μεταξύ διαφορετικών πληροφοριακών συστημάτων. Η εφαρμογή τέτοιων τεχνολογιών είναι το μεγάλο βήμα που πρέπει να κάνουμε προκειμένου να αξιοποιήσουμε πληροφορίες που μέχρι τώρα μένουν αναξιοποίητες, όπως δεδομένα από νοσηλείες ασθενών (ιατρικές εξετάσεις, φάρμακα, ιατρικό ιστορικό κ.α.). Αυτό θα καταστεί εφικτό με τη βελτίωση της ποιότητας της πληροφορίας που καταγράφεται στο σύστημα, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της δευτερογενούς επεξεργασίας», εξηγεί ο Γενικός Γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι καταγραφείς – το υγειονομικό προσωπικό εν προκειμένω – θα πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο να συμπληρώνει τον Εθνικό Ψηφιακό Φάκελο Υγείας ενώ χρειάζονται και μια σειρά γενναίων θεσμικών παρεμβάσεων για τη ρύθμιση κανονιστικών και νομικών ζητημάτων αναφορικά με την δευτερογενή χρήση αυτών των δεδομένων.
Το «μυστικό» για την επιτυχία του ψηφιακού άλματος
Ο Ιωάννης Κωτσιόπουλος καταλήγοντας επισημαίνει και δύο ακόμη σημαντικές πτυχές για τον επιτυχή ψηφιακό μετασχηματισμό του Συστήματος Υγείας. «Χρειαζόμαστε στρατηγικό σχεδιασμό, ρεαλιστική στοχοθεσία και κυρίως διασφάλιση της συνέχειας της προσπάθειας ανεξαρτήτως πολιτικών ή άλλων μεταβολών για την επιτυχία του εγχειρήματος. Και επειδή ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι μια διαρκής διαδικασία απαιτείται συνεχής και εντατικός διάλογος με τους εμπλεκόμενους και την κοινωνία γενικότερα ώστε οι στόχοι που θέτει η Πολιτεία να βρίσκει συμμάχους και συνοδοιπόρους τους περισσότερους συμπολίτες μας. Για να πετύχουμε τον στόχο της ψηφιακής μετάβασης είναι σημαντικό οι ενδιαφερόμενοι, οι ασθενείς και οι επαγγελματίες υγείας, να έχουν ενεργό ρόλο σε κάθε στάδιο υλοποίησης των έργων, από τον σχεδιασμό μέχρι την τελική παραμετροποίηση. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας έγιναν σημαντικά βήματα εξοικείωσης των πολιτών με τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες που δεν πρέπει να πάει χαμένη», υπογραμμίζει.