Δυσοίωνο προδιαγράφεται το μέλλον για τους Έλληνες στις επόμενες τρεις δεκαετίες, σε ό,τι αφορά την υγειονομική και φαρμακευτική κάλυψη. Το δημογραφικό πρόβλημα, που τείνει να καταστήσει την Ελλάδα χώρα γερόντων, αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του κοινωνικού κράτους λόγω των αυξημένων δημοσίων δαπανών που απαιτούνται για την υγεία.
Τα στοιχεία που παρουσίασε χθες το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Εταιριών Ελλάδας (ΣΦΕΕ), στο πλαίσιο της αποτίμησης για το 2018 του φαρμακευτικού κλάδου, αποτυπώνουν με μελανά χρώματα το τοπίο στο οποίο θα κινούνται τα επόμενα χρόνια οι κατά κύριο λόγο γηραιοί κάτοικοι της χώρας, εάν δεν επαναχαραχθεί η δημοσιονομική πολιτική για την υγεία.
Είναι ενδεικτικό ότι από 21,9% που είναι σήμερα το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 χρόνων και άνω επί του συνολικού πληθυσμού, το 2050 θα έχει εκτιναχθεί στο 36,5% του πληθυσμού. Δηλαδή σε τρεις δεκαετίες σχεδόν τέσσερις στους δέκα Έλληνες θα είναι ηλικίας 65 χρόνων και άνω, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τις ανάγκες περίθαλψης και νοσηλείας τους και τη δυνατότητα της δημόσιας κάλυψής τους.
Η δραματική πτώση, κατά 62%, της δημόσιας εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης τα τελευταία δέκα χρόνια και η «σταθεροποίηση» της Ελλάδας για έκτη χρονιά στην τελευταία θέση της κατά κεφαλήν δαπάνης για την υγεία στην Ευρώπη, όπως περιγράφηκαν από τους ειδικούς του ΙΟΒΕ και του ΣΦΕΕ, δεν επιτρέπουν μεγάλη αισιοδοξία.
Η μείωση του δημοσίου στη φαρμακευτική δαπάνη είχε ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση του αντίστοιχου βάρους στον ιδιωτικό τομέα, είτε στους ασθενείς είτε στη φαρμακοβιομηχανία. Για το 2018 οι ασθενείς πλήρωσαν για εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη τουλάχιστον 625 εκατ. ευρώ και ο φαρμακευτικός κλάδος περίπου 990 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, οι δημογραφικές αλλαγές προμηνύουν και άλλη επιβάρυνση στις πληρωμές και εντονότερες πιέσεις στα ασφαλιστικά συστήματα.
Το 2018 για κάθε 2 άτομα ενεργού πληθυσμού αντιστοιχούσε 1 άτομο ανενεργού πληθυσμού (αυτό αποτυπώνεται στο λεγόμενο δείκτη εξάρτησης στο 53%).
Το 2050 που το 36,5% του πληθυσμού θα είναι ηλικίας άνω των 65 χρόνων, γίνεται αμέσως αντιληπτό πως θα ανατραπεί η αναλογία του 2 (άτομα ενεργού πληθυσμού) προς 1 (άτομο ανενεργού πληθυσμού), και μάλιστα χωρίς να συνυπολογίζεται η νοσηρότητα λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Ο λεγόμενος δείκτης εξάρτησης προβλέπεται πως θα είναι το 2050 στο 91%!
Ένας άλλος παράγοντας που εκτιμάται ότι θα πιέσει περαιτέρω το σύστημα ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης, είναι πως δημιουργείται μια χώρα γερόντων μεν, με υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης δε. Στην Ελλάδα, ανέφεραν οι ειδικοί, παρατηρείται υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης: 81,5 έτη έναντι των 81 ετών που είναι ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2016.
Ο συνδυασμός της αύξησης του γηραιότερου πληθυσμού με το υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης μόνο αυξανόμενες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη προκαλεί. Χαρακτηριστικά αναφέρθηκε ότι ήδη καταγράφεται άνοδος στον αριθμό των θανάτων από νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος (αποτελούν το 38,3% των συνολικών θανάτων των Ελλήνων) ενώ συνεχή άνοδο καταγράφουν οι νεοπλασίες που ευθύνονται για το 25% των θανάτων.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία για τη δημόσια χρηματοδότηση της υγείας, που δείχνουν μόνο μείωση, ευλόγως διερωτάται κάποιος πως θα ανταποκριθεί το κράτος σε αυτές τις ανάγκες περίθαλψης και νοσηλείας του πληθυσμού.
Το μοντέλο που ακολουθείται σήμερα δίνει την απάντηση, αλλά σε αυτήν περιλαμβάνεται ολοένα και λιγότερο το κράτος σε αντίθεση με την ισχυρή παρουσία των ασθενών. Οι ιδιωτικές πληρωμές ήδη αποτελούν βασικό στοιχείο της φαρμακευτικής δαπάνης. Το 2018 η συνολική ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη έφτασε το 1,640 δις ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της θεσμοθετημένης συμμετοχής των ασθενών, αλλά και των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων, των φαρμάκων που δεν αποζημιώνονται και όσων αποζημιώνονται αλλά οι πολίτες επιλέγουν να μην τους τα συνταγογραφήσουν και να τα πάρουν ιδιωτικά απευθείας.
«Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις δαπάνες υγείας καθίσταται μη βιώσιμη σε ένα περιβάλλον δημογραφικών αλλαγών, μακροχρόνιας ανεργίας και δραματικής μείωσης του εισοδήματος του πληθυσμού» υπογραμμίζουν οι ειδικοί του ΙΟΒΕ, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για όσα πρέπει να λάβουν υπόψη τους και να δρομολογήσουν οι αρμόδιοι.