Ότι οι πολιτικές των μνημονίων είχαν αρνητική επίδραση στο επίπεδο υγείας του ελληνικού πληθυσμού δεν αποτελεί είδηση. Η εφαρμογή των αυστηρών Ευρωπαϊκών δημοσιονομικών μέτρων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο των τριών μνημονίων σε συνδυασμό με την γενικότερη οικονομική κρίση στην Ελλάδα οδήγησαν στη δραματική μείωση του ΑΕΠ, που επηρέασε αρνητικά ιδίως τον τομέα της υγείας.
Ωστόσο, είναι είδηση, και μάλιστα θετική, ότι η ουσιαστική αναδρομή σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο για τη χώρα μας μπορεί να αποτελέσει τη βάση για να οικοδομηθεί ένα πλαίσιο αποτελεσματικών και αποδοτικών πολιτικών για ένα βιώσιμο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Και μέσα από την κατανόηση του πλαισίου πολιτικής για την υγειονομική περίθαλψη που ακολουθήθηκε τότε να τεθούν τα θεμέλια για στοχευμένες πολιτικές υγείας στην νέα περίοδο που ανοίγεται για τη χώρα με την στήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (TAA).
Αυτή ακριβώς η σύνδεση της μνημονιακής περιόδου και των βαρύτατων επιπτώσεών της στο πεδίο της υγείας με το παρόν και το μέλλον που πρέπει να χαραχθεί, ιδίως σε ό,τι αφορά τον φαρμακευτικό πυρήνα της, πραγματοποιήθηκε από τον Καθηγητή Οικονομικών της Υγείας και Πρόεδρο του Ινστιτούτου Πολιτικών Οικονομικών και Κοινωνικών Eρευνών (ΙΠΟΚΕ), κ. Ιωάννη Υφαντόπουλο. Η έρευνα «Φαρμακευτικές πολιτικές και αποτίμηση της αποδοτικότητας του Συστήματος Υγείας την περίοδο των μνημονίων», που εκπόνησε και η παρουσιάστηκε πρόσφατα, διερεύνησε τις κοινωνικές ανισότητες ως απότοκο του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου στην Ελλάδα, δίνοντας έμφαση στην επίπτωση των μεταρρυθμίσεων στον φαρμακευτικό κλάδο την περίοδο της κρίσης.
Η βαριά «κληρονομιά» των μνημονίων στην υγεία
Σύμφωνα με την έρευνα, από το 2010 μέχρι και σήμερα, καταγράφηκε σημαντική μείωση των συνολικών και δημόσιων δαπανών υγείας μέσω μέτρων συγκράτησης κόστους. H μείωση αυτή επηρέασε αρνητικά το επίπεδο υγείας του πληθυσμού όσον αφορά τόσο το προσδόκιμο επιβίωσης όσο και τα έτη υγιούς επιβίωσης.
Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα αυξήθηκε με βραδύτερο ρυθμό από ό, τι σε πολλές χώρες της ΕΕ μεταξύ 2000-2017. Η βρεφική θνησιμότητα ενώ παρέμεινε για πολλά χρόνια σε χαμηλότερα επίπεδα από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, κατά την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε σημαντικά ξεπερνώντας τον μέσο όρο των Κρατών Μελών της ΕΕ.
Επίσης, κατά την περίοδο της κρίσης οι Έλληνες φαίνεται να «έχασαν» συνολικά 3,4 έτη υγιούς επιβίωσης, με τα άτομα της ηλικίας των 65 ετών να προσδοκούν 2 έτη υγιούς επιβίωσης λιγότερα συγκριτικά με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο ετών υγιούς επιβίωσης.
Κατά το διάστημα των μνημονίων, η δραματική μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και εν γένει τα μέτρα συγκράτησης του κόστους αποτέλεσαν των πυρήνα των πολιτικών υγείας. Λήφθηκαν 177 μέτρα φαρμακευτικής πολιτικής με το 80% αυτών να επικεντρώνονται στη συγκράτηση του κόστους. Ως αποτέλεσμα αυτών η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν συμβαδίζει με την πορεία άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, σημειώνοντας έναν από τους υψηλότερους δείκτες μεγέθυνσης την περίοδο 2000-2009 και έναν από τους χαμηλότερους την περίοδο 2009-2015.
Ασθενείς και φαρμακοβιομηχανία πληρώνουν μεγάλο μερίδιο στη δαπάνη
Ένα σημαντικό ποιοτικό χαρακτηριστικό των μέτρων αυτών, διαπιστώνεται στην έρευνα, ήταν η μετακύλιση των δημοσίων δαπανών προς τους ασθενείς και τη βιομηχανία. Ενδεικτικά, από το 2012 έως το 2020 η συμμετοχή του δημοσίου τομέα στη χρηματοδότηση μειώθηκε από το 81% στο 51%, ενώ παράλληλα αυξήθηκε η συμμετοχή των ασθενών από το 12% στο 16% και της βιομηχανίας από το 6% στο 33%.
Η μετακύλιση αυτή οδήγησε σε μία δραματικά ανοδική τάση των νοικοκυριών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας μέσα σε μία δεκαετία. Μάλιστα, ο αριθμός των νοικοκυριών που υπέφεραν από αυτές τις δαπάνες τριπλασιάστηκε μεταξύ 2008-2018 επιδεινώνοντας τις κοινωνικές ανισότητες του πληθυσμού.
Παράλληλα, στον τομέα της νοσοκομειακής διαχείρισης παρατηρήθηκε μείωση της αποδοτικότητας των νοσοκομείων μετά το 2015 με παράλληλη μείωση του αριθμού των γιατρών κατά 44% και του αριθμού των διαθέσιμων κλινών ανά νοσοκομείο κατά 9%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η καθοδική αυτή πορεία συμπίπτει με την επέκταση του clawback στον νοσοκομειακό τομέα το 2016.
Όσον αφορά τη διαχείριση του φαρμακευτικού προϋπολογισμού, οι μηχανισμοί επιστροφών των ποσών της υπέρβασης της δαπάνης, όπως το rebate και το clawback, έχουν αυξηθεί εκθετικά.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, η μείωση κατά 60% του δημόσιου προϋπολογισμού στην εξωνοσοκομειακή αγορά έχει οδηγήσει σε επιβάρυνση της φαρμακευτικής βιομηχανίας κατά 264% και στη νοσοκομειακή αγορά η μείωση του δημόσιου προϋπολογισμού κατά 44% κατά την περίοδο 2015-2019 είχε σαν αποτέλεσμα τη συνολική αύξηση της αγοράς και την εκθετική αύξηση της συνεισφοράς της βιομηχανίας από 260 εκ. το 2016 σε 483 εκ. το 2019.
«Αν συνεχιστεί αυτό το «φαινόμενο υποκατάστασης», υπάρχει κίνδυνος η φαρμακευτική περίθαλψη να μην είναι βιώσιμη, με τη συμβολή των clawback και rebates να είναι μεγαλύτερη από αυτήν του κράτους μέχρι το 2024» επισημαίνει ο καθηγητής, κ. Υφαντόπουλος.
Σημειωτέον πως η Ελλάδα ήδη αποτελεί τη χώρα με το υψηλότερο clawback πανευρωπαϊκά – 27,3% έναντι του μέσου ευρωπαϊκού όρου 8,6%. Οι μηχανισμοί επιστροφών μέσω του clawback εξελίχθηκαν σε χρηματοδοτικό μηχανισμό της φαρμακευτικής δαπάνης χωρίς κίνητρα εξορθολογισμού και χωρίς σύνδεση της κατανάλωσης με τα αποτελέσματα στην υγεία.
Η επόμενη ημέρα των μεταρρυθμίσεων
Ο κ. Υφαντόπουλος υπογραμμίζει ότι «για να απομακρυνθεί η χώρα από αυτές τις στρεβλώσεις απαιτείται εφαρμογή μεταρρυθμίσεων με συνεργασία κράτους-ασθενών-ακαδημίας-βιομηχανίας σε ένα πλαίσιο επίτευξης αποδοτικότητας, βιωσιμότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και συνυπευθυνότητας. Ο προβλεπόμενος προϋπολογισμός για την υγεία θα πρέπει να σχεδιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει παρούσες και μελλοντικές ανάγκες του πληθυσμού με επανασχεδιασμός του μηχανισμού αυτόματων επιστροφών και χωρίς μετακύλιση του κόστους. Θα πρέπει να παρέχονται κίνητρα σε όλα τα συνεργαζόμενα μέρη για την αύξηση της αποδοτικότητας και μείωση της υπερβάλλουσας φαρμακευτικής δαπάνης με παράλληλο εξορθολογισμό της ζήτησης στον νοσοκομειακό και μετανοσοκομειακό τομέα. Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να καλλιεργηθεί ορθολογική οικονομική συμπεριφορά τόσο από τους ασθενείς όσο και από τους γιατρούς».
Η χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (TAA) δημιουργεί μια νέα δυναμική για τη χώρα, μεταξύ άλλων και για το πεδίο της υγείας. Το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» περιλαμβάνει 58 μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις μέχρι το 2026 κινητοποιώντας ιδιωτικούς πόρους σε τέσσερις (4) βασικούς πυλώνες. Στον τομέα της υγείας προβλέπονται πρωτοβουλίες σχετικά με τη σταδιακή μείωση του clawback και τον συμψηφισμό του με ερευνητικές και επενδυτικές δαπάνες, τη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης και την παροχή ποιοτικότερων υπηρεσιών υγείας, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού στα νοσοκομεία /κέντρα υγείας, τον επαναπροσανατολισμό των υπηρεσιών υγείας προς την πρόληψη & έγκαιρη διάγνωση των ασθενειών με το πρόγραμμα «Σπύρος Δοξιάδης» και την αναβάθμιση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Σχολιάζοντας την έρευνα ο Γενικός Γραμματέας Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Ασθενών Ελλάδος, ιδρυτής και πρόεδρος του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή», κ. Νίκος Δέδες, ανέφερε ότι πέρα από τη μετακύλιση του κόστους που αναμφισβήτητα επιβάρυνε οικονομικά τους ασθενείς κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω των μέτρων συγκράτησης το εύρημα της μελέτης για την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων έχει εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ο κ. Δέδες επεσήμανε ότι η συμμετοχή των ασθενών στη διαμόρφωση των πολιτικών υγείας αποτελεί πάγιο αίτημα τους, καθώς έχουν ήδη καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις σε μια σειρά παρεμβάσεων όπως η αξιολόγηση Τεχνολογιών Υγείας (ΗΤΑ), τα διαγνωστικά και θεραπευτικά πρωτόκολλα, η ανάγκη του προσυμπτωματικού ελέγχου και η στήριξη των κλινικών μελετών. Οι ασθενείς και η Ένωση Ασθενών Ελλάδος ζητούν να αποκατασταθεί το θεσμικό πλαίσιο διαλόγου μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων για να καθοριστούν οι ανάγκες, οι προτεραιότητες και το πλαίσιο των παρεμβάσεων σχετικά με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.