Ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας επέκρινε σήμερα τη Βρετανία επειδή ενέταξε τη χώρα του στην «πορτοκαλί λίστα» με τις περιοχές εκείνες απ’ όπου οι επισκέπτες πρέπει να μπαίνουν σε καραντίνα κατά την επιστροφή τους, προτρέποντας το Λονδίνο να εφαρμόσει το ευρωπαϊκό ψηφιακό πιστοποιητικό για να διευκολύνει τα ταξίδια.
Την περασμένη εβδομάδα η Βρετανία απέσυρε την Πορτογαλία από την «πράσινη λίστα» λόγω της αύξησης των κρουσμάτων της Covid-19 και του κινδύνου που συνιστούν οι νέες παραλλαγές του κορωνοϊού. Η Πορτογαλία είχε ενταχθεί σε αυτήν τη λίστα –που σημαίνει ότι οι επισκέπτες της δεν χρειαζόταν να μπαίνουν σε καραντίνα κατά την επιστροφή τους στη Βρετανία– μόλις πριν από μερικές εβδομάδες. Από τα ξημερώματα της Τρίτης όμως οι Βρετανοί που επιστρέφουν από την Πορτογαλία θα είναι υποχρεωμένοι να μένουν σε 10ημερη καραντίνα και να υποβληθούν δύο φορές σε τεστ.
«Δεν γίνεται να έχουμε αυτό το ασταθές σύστημα με τις αλλαγές κάθε τρεις εβδομάδες. Δεν είναι καλό για εκείνους που σχεδιάζουν τις διακοπές τους, ούτε για εκείνους που πρέπει να οργανώσουν την τουριστική βιομηχανία για να υποδεχτούν τους τουρίστες υπό καλές συνθήκες», είπε ο Αντόνιο Κόστα μιλώντας σε δημοσιογράφους.
Ο Κόστα σημείωσε ότι η χώρα του συνεχίζει τον διάλογο με τη βρετανική κυβέρνηση «για να εξηγήσει ότι η απόφαση δεν είναι δικαιολογημένη και επίσης ότι προκαλεί σοβαρή ζημία στη βρετανική και την πορτογαλική οικονομία».
«Ένας καλός τρόπος» για να βρεθεί μια λύση για τους Βρετανούς θα ήταν να υιοθετήσουν το σύστημα των ψηφιακών πιστοποιητικών που θα εισάγει η Ευρωπαϊκή Ένωση από την 1η Ιουλίου, τόνισε.
Με βάση αυτό το σύστημα, οι πολίτες της ΕΕ που έχουν εμβολιαστεί για την Covid-19, έχουν βρεθεί αρνητικοί σε εξετάσεις ή έχουν αναρρώσει από την ασθένεια θα μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ο Κόστα δεν εξήγησε πώς θα μπορούσε να ενταχθεί η Βρετανία στο σύστημα αυτό, δεδομένου ότι έχει αποχωρήσει από την ΕΕ.
Τα κρούσματα του νέου κορονοϊού αυξήθηκαν ελαφρά στην Πορτογαλία αφότου ήρε τους περιορισμούς, τον περασμένο μήνα. Οι νοσηλείες παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και οι θάνατοι είναι ελάχιστοι, αφού έχουν εμβολιαστεί σχεδόν όλοι οι ευάλωτοι, ηλικιωμένοι πολίτες.