Γράφει ο Βασίλης Τσακίρογλου
Εστω ότι καταρτίζεται ένας κατάλογος τύπου top-12 με τους πιο προβεβλημένους και ευρέως αναγνωρίσιμους ειδικούς από όσους στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών μιλούν δημόσια για τα θέματα της πανδημίας. Βεβαίως, το σύνολο των «τηλε-επιδημιολόγων», οι οποίοι παρελαύνουν καθημερινά από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ στα ηλεκτρονικά media, περιλαμβάνει δεκάδες -κατά κυριολεξία- προσωπικότητες.
Ας πούμε όμως ότι το top-12 περιορίζεται στους πιο τακτικούς φιλοξενούμενους ενημερωτικών εκπομπών σε τηλεοπτικούς σταθμούς πανελλήνιας εμβέλειας. Με μόνο κριτήριο το πόσο περιζήτητοι είναι, δηλαδή πόση τηλεθέαση προσελκύουν βάσει των μετρήσεων τις οποίες παρακολουθούν διαρκώς παρουσιαστές και αρχισυντάκτες δελτίων, οι 12 επιστήμονες-τηλεστάρ που γνωμοδοτούν για διάφορες πτυχές του COVID-19 θα μπορούσαν να καταταγούν ως εξής: 1) Νικόλαος Σύψας, 2) Χαράλαμπος Γώγος, 3) Ματίνα Παγώνη, 4) Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, 5) Δημοσθένης Σαρηγιάννης, 6) Νίκος Καπραβέλος, 7) Ηλίας Μόσιαλος, 8) Μανώλης Δερμιτζάκης, 9) Αλκιβιάδης Βατόπουλος, 10) Αθηνά Λινού, 11) Μάριος Λαζανάς, 12) Θεόδωρος Βασιλακόπουλος.
Κατ’ αρχάς, δεν είναι όλοι λοιμωξιολόγοι ή επιδημιολόγοι. Για παράδειγμα, ο κ. Εξαδάκτυλος είναι πλαστικός χειρουργός, ο κ. Καπραβέλος εντατικολόγος, ο κ. Βατόπουλος καθηγητής Μικροβιολογίας και ο κ. Βασιλακόπουλος πνευμονολόγος. Επίσης, μεταξύ των 12 υπάρχουν επιστήμονες οι οποίοι δεν είναι καν γιατροί ή δεν βρίσκονται καν στην Ελλάδα. Αλλά και από τους γιατρούς, ασχέτως ειδικότητας, δεν είναι όλοι μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων και άρα δεν μετέχουν στις συνεδριάσεις της, δεν τροφοδοτούνται απευθείας με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για την εξέλιξη της επιδημίας, δεν φέρουν την ευθύνη να εισηγηθούν μέτρα κ.ο.κ. Ετσι προκύπτει το παράδοξο να υπάρχουν αρκετά μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων τα οποία παραμένουν αφανή, με ελάχιστη ή και μηδενική δημόσια παρουσία, ενώ, αντίθετα, υπάρχουν μη μέλη της Επιτροπής τα οποία κυριαρχούν με αλλεπάλληλες εμφανίσεις σε κάθε είδους media -κυρίως όμως στην τηλεόραση.
Ωστόσο, ακόμη και αν στην Επιτροπή μετείχαν άπαντες, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμφωνούσαν μεταξύ τους στις δημόσιες τοποθετήσεις τους. Ακόμη και εντός της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, η οποία αξιολογεί συνεχώς τα επιδημιολογικά δεδομένα και προτείνει στην κυβέρνηση τις ενέργειες που προκρίνονται ως επιβεβλημένες για τις εκάστοτε συνθήκες, η ανθρωπογεωγραφία είναι κάθε άλλο παρά ομοιογενής. Και η ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά ανέφελη.
Από τους 33 ειδικούς της Επιτροπής, οι περισσότεροι -αλλά όχι όλοι- είναι μάχιμοι, σε νοσοκομεία ή/και ιατρικές σχολές. Κάποιοι είναι παλαιοί και κάποιοι νεότεροι, καθώς η σύνθεση διευρύνθηκε συν τω χρόνω, με τους αρχικούς 26 να αυξάνονται κατά 7 επιπλέον ειδικούς. Όπως είναι αναμενόμενο, ορισμένοι είναι μετριοπαθείς και γενικώς αισιόδοξοι. Αυτοί διαφωνούν παγίως με όσους τάσσονται αναφανδόν υπέρ των σκληρών και οριζόντιων περιοριστικών μέτρων, όπως το περιβόητο lockdown τύπου Μαρτίου 2020, που διαρκώς επισείεται σαν επαναλαμβανόμενος εφιάλτης. Κάποιοι ειδικοί είναι εξωστρεφείς, επικοινωνιακοί και δεν φοβούνται να προκαλέσουν αίσθηση με τις δηλώσεις και τις εκτιμήσεις τους.
Είτε έχουν μόνιμο στασίδι σε συγκεκριμένο σταθμό είτε εμφανίζονται αδιακρίτως οπουδήποτε τους καλεί το καθήκον της ενημέρωσης του λαού, δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν όρους και αριθμητικά δεδομένα που σοκάρουν. Χωρίς να αμφισβητεί κανείς την καλοπροαίρετη πρόθεσή τους, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Σύψας και Σαρηγιάννης είναι οι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτής της τάσης («τα δεδομένα είναι καταστροφικά», «θα έχουμε 6.000-10.000 κρούσματα ημερησίως» κ.λπ.). Και προς μια άλλη κατεύθυνση, η ομότιμη καθηγήτρια Παθολογίας στο ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χημειοθεραπείας Ελένη Γιαμαρέλλου διακήρυττε τον περασμένο Μάιο ότι «εάν οι πιστοί πάνε στην εκκλησία να κοινωνήσουν, δεν θα κολλήσουν. Η Θεία Ευχαριστία είναι το υπέρτατο μυστήριο. Είναι πάνω από την επιστήμη και επηρεάζει την επιστήμη».
Επίσης, κάποιοι από τους εμπειρογνώμονες απολαμβάνουν τη δημόσια έκθεση, εν αντιθέσει με ορισμένους άλλους οι οποίοι δυσκολεύονται πολύ -έως και υποφέρουν- με τη δημοσιότητα. Αυτοί, με πρώτο τον επικεφαλής της Επιτροπής και πλέον αναγνωρίσιμο λοιμωξιολόγο στην Ελλάδα, τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, επιλέγουν την απομάκρυνση από το φως των προβολέων, παραμένοντας, με άκαμπτη επιμονή μάλιστα, στο παρασκήνιο. Σε αντίθεση με την αποφυγή των ΜΜΕ από τον κ. Τσιόδρα και πολλούς άλλους συναδέλφους του εντός και εκτός Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, γνωρίζουμε πλέον από τα τηλεοπτικά αφιερώματα, π.χ., ότι τον καθηγητή Γώγο οι φίλοι του τον προσφωνούν χαϊδευτικά «Λάμπη». Οτι είναι φιλόζωος και έχει τρία σκυλιά. Οτι ο γιος του έχει δώσει επίσης τον όρκο του Ιπποκράτους και ασκεί την Ψυχιατρική στην Αθήνα. Μάθαμε ότι η κυρία Παγώνη, προτού αναλάβει τη διεύθυνση της Γ’ Παθολογικής Κλινικής του ΓΝΑ «Γεννηματάς» και την προεδρία της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθηνών-Πειραιώς (ΕΙΝΑΠ), υπήρξε πολύ καλή μαθήτρια, ότι ήταν μοναχοκόρη, ότι ο πατέρας της ήταν ιδιοκτήτης λατομείου στην Αργολίδα και ότι ανέκαθεν περιποιούνταν την εμφάνισή της τολμώντας να φορά ακόμη και μίνι.
Στην TV επίσης εμφανίστηκαν προσωπικές φωτογραφίες του επίκουρου καθηγητή Γκίκα Μαγιορκίνη ενώ γυμνάζεται με βάρη, παίζει πιάνο ή απολαμβάνει τον καφέ του ατενίζοντας τον Αργοσαρωνικό από την ακτή της Πειραϊκής. Συναφώς διαπιστώσαμε ότι η διακεκριμένη παιδίατρος και λοιμωξιολόγος, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον COVID-19, Αθανασία Λουρίδα, δεν απαξιοί να συνομιλήσει με την Ελένη Μενεγάκη ή τη Σίσσυ Χρηστίδου, σε ανάλαφρες ψυχαγωγικές εκπομπές, προφανώς με στόχο να προσεγγίσει ένα κοινό διαφορετικό και ίσως μεγαλύτερο σε όγκο από εκείνο των δελτίων ειδήσεων. Οι άνθρωποι αυτοί, άλλωστε, μάλλον έχουν περισσότερη ανάγκη διαφώτισης από μια επιστήμονα που δεν έχει προκαταλήψεις για τον επικοινωνιακό χώρο του λεγόμενου «lifestyle». Εξυπακούεται ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι εξ ορισμού επιλήψιμο. Επ’ ουδενί μπορεί να υπονοηθεί ότι υποβαθμίζονται η επιστημοσύνη και η σοβαρότητα των ειδικών μόνο και μόνο επειδή ενίοτε επιτρέπουν στην κάμερα να αναδείξει πλευρές της προσωπικότητάς τους πέραν του λειτουργήματος.
Μάλιστα, πιθανώς το κοινό να έχει την περιέργεια να κοιτάξει πίσω από τις ομιλούσες επιστημονικές κεφαλές των τηλεπαραθύρων. Δεν αποκλείεται καθόλου να αποτελεί επιθυμία του τηλεθεατή να μάθει κάτι περισσότερο για το ποιοι είναι πραγματικά αυτοί οι άνθρωποι, από τη γνωμοδότηση των οποίων επηρεάζεται -ή και εξαρτάται- η ίδια του η ζωή. Η μόνη παρενέργεια από το, οπωσδήποτε αναφαίρετο, δικαίωμα κάθε επιστήμονα να εκφράζεται ελεύθερα, εντοπίζεται στην πολυφωνία μεταξύ των ειδικών, οι οποίοι συχνά υποστηρίζουν αντιφατικές απόψεις και εκτιμήσεις, ακόμη και γύρω από θέματα υπερβολικά σοβαρά για την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων. Με τη θορυβώδη φιλολογία που αναπτύσσεται φέρ’ ειπείν γύρω από το άνοιγμα και το κλείσιμο των σχολείων, το μερικό ή το εκτεταμένο lockdown, τις προγνώσεις για το τρίτο ή και το τέταρτο κύμα της πανδημίας, εμμέσως αλλά πολύ αποτελεσματικά αμφισβητείται η αυθεντία ή η εγκυρότητα, έστω, της επιστήμης.
Επιστήμη και lifestyle
Ηδη από αυτή την πρώτη σχηματική καταγραφή των χαρακτηριστικών που ενώνουν ή διαφοροποιούν τους πρωταγωνιστές της επικαιρότητας περί τον COVID-19 στην Ελλάδα φαίνεται ξεκάθαρα πόσο δύσκολα είναι η χαρτογράφηση της επικράτειας και το ακριβές who is who των επιδημιολογούντων. Aκριβώς επειδή είναι εξαιρετικά περίπλοκο να προσδιοριστούν ο ρόλος, η βαρύτητα του λόγου και γενικώς η θέση καθενός εξ αυτών στο πεδίο του δημόσιου διαλόγου, ανάλογη είναι και η σύγχυση που προκαλείται στον τελικό αποδέκτη, δηλαδή το κοινό. Εκφράζοντας την ενόχληση για τα παρατεταμένα «15 λεπτά δημοσιότητας» που διεκδικεί από τον τηλεοπτικό χρόνο μια μεγάλη σειρά επιστημόνων, πριν από μερικές ημέρες ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Δημήτρης Μαρκόπουλος, χαρακτήρισε, σαφώς υποτιμητικά, την κυρία Παγώνη «celebrity». Ο κ. Μαρκόπουλος εξήγησε, δε, ότι «απομειώνεται η αξία του επιστημονικού της λόγου με την τάση της για μια lifestyle προσέγγιση». Από την πλευρά της, η γιατρός απάντησε ότι «την απασχολούν μόνο οι απόψεις των ασθενών», καθώς και ότι «οι γιατροί είμαστε αυτή την εποχή περισσότερο στην τηλεόραση. Ομως, μετά τη νόσο COVID-19, θα επανέλθουν στο προσκήνιο καθημερινά οι βουλευτές και οι πολιτικοί».
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ειδικού-τηλεστάρ που καταφέρνει να συνδυάζει στοιχεία φαινομενικά ασύμβατα είναι, πιθανότατα, η κυρία Παγώνη. Μολονότι μοιάζει μονίμως διαθέσιμη για τηλεοπτικές εμφανίσεις, ο λόγος της είναι σοβαρός και ευθύβολος. Ως περσόνα έγινε στόχος σατιρικής μίμησης από τον Τάκη Ζαχαράτο, γεγονός που, όπως φαίνεται, κανέναν δεν διασκέδασε περισσότερο από την ίδια. Και διαψεύδοντας την επίκριση του κ. Μαρκόπουλου, η κυρία Παγώνη αναδεικνύεται σε αληθινό αστέρι της υγειονομικής κρίσης, κυρίως λόγω της ψυχραιμίας και της ευθύτητάς της. Από τις σπουδές της στο εξωτερικό, όπως λέει, έχει αφομοιώσει την αρχή της ειλικρίνειας προς τον ασθενή και αυτή εφαρμόζει στον δημόσιο λόγο της. Εξ ου και ήταν αυτή που προειδοποιούσε, από το φθινόπωρο κιόλας, «ξεχάστε ρεβεγιόν, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά» – τώρα πλέον αναφέρεται και στο Πάσχα. Και είναι αυτή που θεωρεί αισιόδοξη προοπτική την έξοδο από την περιπέτεια του κορωνοϊού στις αρχές του 2022. Μέχρι στιγμής, όλες οι προγνώσεις της έχουν δικαιωθεί, ενώ δίνει μάχη για την προστασία του δημόσιου συστήματος υγείας απαιτώντας τη λήψη μέτρων προκειμένου οι νοσοκομειακοί γιατροί, τους οποίους και εκπροσωπεί, να μη βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο εξαιτίας της συμφόρησης στις ΜΕΘ.
Η κυρία Παγώνη δεν είναι μέλος στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, αντίθετα από την τετράδα των πιο συχνά εμφανιζόμενων στα ΜΜΕ συναδέλφων της: των κυρίων Σύψα, Γώγου, Εξαδάκτυλου και Βατόπουλου. Καθένας τους αντιπροσωπεύει και μια διαφορετική απόχρωση στις προοπτικές της πανδημίας. Το πορτρέτο του κ. Σύψα θα μπορούσε να φιλοτεχνηθεί με ένα μωσαϊκό από τις ανησυχαστικές του δηλώσεις, με κεντρικό μοτίβο την αγαπημένη του εισήγηση: «Καθολικό lockdown». Καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας Λοιμώξεων στο ΕΚΠΑ και πολύπειρος γιατρός στο Λαϊκό, ο κ. Σύψας ήταν ελάχιστα γνωστός πριν από την πανδημία.
Στο πλαίσιο της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, φέρεται να ηγείται μιας μειοψηφικής ομάδας η οποία μονίμως εισηγείται μέτρα κατά πολύ πιο αυστηρά από όσα επιβάλλει η κυβέρνηση. Αντανάκλαση αυτής της τάσης είναι ορισμένες φράσεις που προκαλούν ανατριχίλα, όπως «κρατάμε την ανάσα μας, φοβόμαστε απότομη αύξηση στα κρούσματα», «καμιά οικογένεια να μη θεωρείται ασφαλής», «τρέμουμε την επιστροφή των νέων από τις διακοπές, δεν πάμε καλά», «αν τροποποιηθεί η πρωτεΐνη του κορωνοϊού, τα εμβόλια δεν θα είναι αποτελεσματικά» κ.ά. Σε κάποιες, ελάχιστες, περιπτώσεις, ο καθηγητής Σύψας μοιάζει να δυσανασχετεί ακόμη και ο ίδιος από τη ζοφερή εικόνα που μεταφέρει. Σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση σχολίασε ότι «έξω έχουν ανθίσει οι αμυγδαλιές, ας μην είμαστε εντελώς απαισιόδοξοι». Και με ένα ίχνος μειδιάματος, συμβούλευσε «να μη βάλουμε 3-4 μάσκες, γιατί θα πάθουμε ασφυξία».
Στον ρόλο του «μάντη κακών», τον οποίο ο κ. Σύψας αναλαμβάνει αδιαφορώντας πλήρως για το αν θα στιγματιστεί εξαιτίας του, ο παθολόγος – λοιμωξιολόγος, καθηγητής Παθολογίας στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών Χαράλαμπος Γώγος αντιπαραθέτει το μειλίχιο και πράο προφίλ του γιατρού που νοιάζεται. Χωρίς να κάνει εκπτώσεις, μοιράζεται την άποψη της επιστήμης προσπαθώντας να μην τρομάζει. Τον Μάρτιο του 2020 ο κ. Γώγος είχε το θλιβερό προνόμιο να διαχειριστεί το πρώτο θανατηφόρο κρούσμα κορωνοϊού στην Ελλάδα. Τότε η οικογένεια του 66χρονου συνταξιούχου εκπαιδευτικού Μανώλη Αγιομυργιαννάκη είχε ευχαριστήσει δημόσια το προσωπικό του νοσοκομείου στο Ρίο και προσωπικά τον Χαράλαμπο Γώγο για τις προσπάθειες όλων να σώσουν τον ασθενή, φέρνοντας το όνομα του καθηγητή στο προσκήνιο. Ο οποίος ακολούθως αποδείχθηκε ιδιαίτερα φιλικός προς τα ΜΜΕ, με δεκάδες παρουσίες σε ενημερωτικές και μη εκπομπές. Η μεταγραφή του κ. Γώγου στην Αθήνα και σε μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο πιθανώς να επιταχύνθηκε, εν μέρει τουλάχιστον, από τη μεγάλη αναγνωρισιμότητά του. Πολύ κοντά στο πνεύμα και το φέρεσθαι του κ. Γώγου τοποθετείται και ο δρ Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Θεσσαλονικεύς, πλαστικός χειρουργός με μακροχρόνια μετεκπαίδευση σε Αγγλία και ΗΠΑ, προσπαθεί να μιλά πάντα με τη σοβαρότητα που αρμόζει στον πρόεδρο του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου. Θα έλεγε κανείς ότι με τη μεγάλη συχνότητα των εμφανίσεών του στην τηλεόραση ο κ. Εξαδάκτυλος αγωνίζεται να αντισταθμίσει την υπεροψία που κατά κανόνα επιδεικνύει η ιατρική κοινότητα για την ειδικότητά του. Επιπλέον, το γεγονός ότι νόσησε με κορωνοϊό, και μάλιστα αφού είχε κάνει την πρώτη δόση του εμβολίου, μαζί με τις υπόνοιες που διακριτικά αφήνει να αιωρούνται περί διαφωνιών του με τις εισηγήσεις που κατά πλειοψηφία αποφασίζει η Επιτροπή, καλλιεργεί μια αίσθηση διαφορετικότητας για το πρόσωπό του.
Οσο για τον καθηγητή Μικροβιολογίας Αλκιβιάδη Βατόπουλο, σε έναν φανταστικό διαγωνισμό για την πιο συμπαθητική φιγούρα μεταξύ των επιστημόνων που αρθρώνουν δημόσιο λόγο περί την πανδημία, σίγουρα θα ήταν εύκολα φαβορί για το έπαθλο του νικητή.
Εκτός Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον COVID-19 και επίσης επιστήμονες εκτός της Ιατρικής είναι δύο πρόσωπα με ολοένα μεγαλύτερη προβολή και ισχύ επιρροής: ο κ. Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών του ΑΠΘ, και ο κ. Νίκος Θωμαΐδης, καθηγητής Αναλυτικής Χημείας στο ΕΚΠΑ. Ο πρώτος ειδικεύεται στις προγνώσεις για τον αριθμό των κρουσμάτων βάσει αλγοριθμικών προτύπων ή μαθηματικών μηχανών οι οποίες παρακολουθούν την εξέλιξη της πανδημίας συνδυάζοντας μεγάλο αριθμό μεταβλητών. Ο δεύτερος μελετά τα αστικά λύματα και ανιχνεύει την περιεκτικότητά τους σε μολυσμένα από τον κορωνοϊό μικροσωματίδια. Ο πάντα γλυκομίλητος κ. Σαρηγιάννης «προδίδει» τρόπον τινά όσα κακά επίκεινται, ακριβώς αυτά που τα μέλη της Επιτροπής αποφεύγουν να αποκαλύψουν. Τον προηγούμενο Αύγουστο είχε προαναγγείλει ότι έως τον Νοέμβριο τα κρούσματα θα έχουν φτάσει τα 2.500 ημερησίως. Αρχικά είχε θεωρηθεί υπερβολικός, ότι διασπείρει τον πανικό με κούφια κινδυνολογία κ.λπ. Δυστυχώς, όμως, αποδείχθηκε ότι ο καθηγητής ήξερε πολύ καλά τι έλεγε, γεγονός που εν τέλει ενίσχυσε το κύρος του. Κάπως αντίστοιχα με τον κ. Σαρηγιάννη αλλά σε εντελώς ψυχρό και τεχνοκρατικό ύφος, ο καθηγητής Θωμαΐδης παρουσιάζει αριθμητικά δεδομένα, χωρίς να αναπτύσσει θεωρίες ή να εκφράζει προσωπικές απόψεις. Μοιάζει να εκτελεί απλώς το καθήκον του να ενημερώνει εγκαίρως το κοινό.
Οι μάχιμοι
Τον Νοέμβριο του 2020, στην κορύφωση του δεύτερου κύματος, όταν η Θεσσαλονίκη πνιγόταν στο κόκκινο των ασθενών που πολλαπλασιάζονταν ανεξέλεγκτα προκαλώντας ασφυξία στα νοσηλευτικά ιδρύματα της πόλης, αναδύθηκε απευθείας από την πρώτη γραμμή του μετώπου η προσωπικότητα του διευθυντή στη ΜΕΘ του Νοσοκομείου «Παπανικολάου», Νίκου Καπραβέλου. Εκ των πραγμάτων οδηγήθηκε στο να προσωποποιήσει την αγωνία της συμπρωτεύουσας, απευθύνοντας δραματικές εκκλήσεις για άμεση λήψη σκληρών περιοριστικών μέτρων. Παρόλο που μιλά ήρεμα και με ευγένεια, έχει μια φυσική ροπή προς τις εύστοχες ατάκες, τις αποστροφές οι οποίες εγγράφονται απευθείας στη συλλογική συνείδηση. Και ούτως ή άλλως, κανείς δεν θα μπορούσε να μεταφέρει το δράμα του Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου πιο συγκλονιστικά από τον κ. Καπραβέλο – και χωρίς μελόδραμα.
Στην ίδια κατηγορία των «μάχιμων» ανήκει ο κ. Βασιλακόπουλος, ένας από τους πλέον έμπειρους εντατικολόγους – πνευμονολόγους των δημόσιων νοσοκομείων. Ο τηλεοπτικός του λόγος είναι πάντα στέρεα δομημένος, ακριβής και εύστοχος. Δεν παρεκτρέπεται σε ακκισμούς και γι’ αυτό έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη δημοσιογράφων και κοινού χάρη στη σοβαρότητά του. Ενίοτε ασκεί τεκμηριωμένη κριτική στις αποφάσεις της Επιτροπής, χωρίς όμως να απαξιώνει τους συναδέλφους του. Η έγνοια του για την προστασία της υγείας των Ελλήνων τον είχε ταυτίσει με το κήρυγμα υπέρ της μάσκας ήδη από τις πρώτες ημέρες της πανδημίας.
Στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για τον COVID-19, επί συνόλου 33 μελών, τα εννέα είναι γυναίκες. Εξ αυτών η μία, η κυρία Αγγελική Καραΐσκου είναι νοσηλεύτρια, επικεφαλής στο Τμήμα Επιτήρησης Λοιμώξεων του Θριάσιου Νοσοκομείου, ενώ οι υπόλοιπες οκτώ κυρίες είναι διαπρεπείς γιατροί. Ως γενική παρατήρηση και εξαιρουμένης ίσως της κυρίας Γιαμαρέλλου, ο τηλεοπτικός χρόνος που έχουν καταλάβει ως φιλοξενούμενες σε δελτία ειδήσεων και λοιπές εκπομπές είναι ελάχιστος σε σύγκριση με εκείνον που παραχωρείται στους άνδρες συναδέλφους τους.
Η κυρία Βάνα Σύψα, για παράδειγμα, παρότι είναι μία από τις βασικές αναλύτριες των δεδομένων και παράλληλα διδάσκει Επιδημιολογία και Ιατρική Στατιστική στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, δεν εμφανίζεται ποτέ σε τηλεπαράθυρα. Το ίδιο ισχύει για την παθολόγο, καθηγήτρια Υγιεινής και Επιδημιολογίας Παγώνα Λάγιου και την καθηγήτρια του ΑΠΘ Αννα Παππά-Κονιδάρη, η οποία ήταν μάλιστα η πρώτη γιατρός στην Ελλάδα που ανέλαβε να διαχειριστεί κρούσμα κορωνοϊού. Το επικοινωνιακό κενό που αφήνει η ισχνή εκπροσώπηση στην TV από τις κυρίες της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων καλύπτεται αφενός από την κυρία Παγώνη και αφετέρου από επιστήμονες όπως οι κυρίες Αθηνά Λινού και Μίνα Γκάγκα.
Συμπτωματικά -ή και όχι-, αμφότερες συνδέονται με πολιτικές παρατάξεις, έχοντας διατελέσει υποψήφιες κατά το παρελθόν σε βουλευτικές εκλογές. Η κυρία Λινού, επιδημιολόγος με απέραντο βιογραφικό, δοκίμασε την τύχη της στην ενεργό πολιτική με το ΠΑΣΟΚ το 2009 στη Β’ Αθήνας. Το 2020, όμως, προτάθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ ως έκτακτη οικουμενική και υπερκομματική αντικαταστάτρια του υπουργού Υγείας, Βασίλη Κικίλια. Με ισχυρά ερείσματα στην επιστημονική, πολιτική αλλά και εκκλησιαστική κοινότητα, η καθηγήτρια του ΕΚΠ και του Χάρβαρντ θα αποτελούσε αυτονόητη επιλογή για την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Εφόσον όμως δεν έγινε μέλος της, η κυρία Λινού εκφράζει τις απόψεις της όποτε προσκαλείται στα ΜΜΕ. Και τοποθετείται, ακόμη και με δηλώσεις στα όρια του «εμπρησμού» (π.χ. «λάθος το κλείσιμο στα σπίτια») απέναντι στην Επιτροπή αλλά και την κυβέρνηση.
Η κυρία Γκάγκα προσεγγίζει διαφορετικά από την κυρία Λινού το ζήτημα των δημόσιων τοποθετήσεών της. Εμφανίζεται με μέτρο και απευθύνεται στο κοινό με ηρεμία και επιστημονική σοβαρότητα. Εξάλλου είναι μια πνευμονολόγος διεθνούς κύρους, διευθύντρια κλινικής στο «Σωτηρία» και επικεφαλής του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας. Στο CV της ξεχωρίζει επίσης η θητεία της ως προέδρου στην Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Εταιρεία και ο πρωταγωνιστικός της ρόλος στην εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου.
Οι μετανοημένοι
Πολύ χαρακτηριστικό της κόπωσης από την επικοινωνιακή Βαβέλ που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα στο πεδίο της ενημέρωσης περί τον COVID-19 είναι το γεγονός ότι στις 8 του μήνα ο παθολόγος – λοιμωξιολόγος Μάριος Λαζανάς, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης και Αντιμετώπισης του AIDS, άσκησε έντονη κριτική σε αρκετούς από τους συναδέλφους του για την υπερέκθεσή τους στα media, καθώς και για τη διατύπωση αντικρουόμενων απόψεων, οι οποίες ουδόλως βοηθούν τους τηλεθεατές. Μάλιστα, ο κ. Λαζανάς, ως μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, πρότεινε να ανατεθεί η εκπροσώπηση των ειδικών σε έναν και μόνο, ειδικά εξουσιοδοτημένο, εκπρόσωπο Τύπου. Ολοκληρώνοντας την παρέμβασή του σε πρωινή ενημερωτική εκπομπή του ΣΚΑΪ, ανακοίνωσε ότι διακόπτει επ’ αόριστον τις εμφανίσεις του στην τηλεόραση.
Παρόμοια πορεία χάραξε εν τέλει και ο κ. Μαγιορκίνης, ο 43χρονος επίκουρος καθηγητή του ΕΚΠΑ στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής. Είναι το νεότερο μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων και, πιθανώς λόγω απειρίας, δεν αντελήφθη αμέσως ότι δεν είναι πρέπον να εκφράζει προσωπικές απόψεις δημοσίως, ενώ παράλληλα έχει αναλάβει καθήκοντα αναπληρωτή εκπροσώπου της Επιτροπής. Επίσης, λόγω του σύνθετου τρόπου σκέψης του, είχε προκαλέσει αναταραχή τον περασμένο Σεπτέμβριο καθώς, κατά τη διάρκεια της επίσημης ενημέρωσης του υπουργείου Υγείας, προσπάθησε -ανεπιτυχώς- να εξηγήσει γιατί ο αριθμός των 26 μαθητών ανά σχολική τάξη δεν επηρεάζει καθοριστικά τη μεταδοτικότητα του κορωνοϊού.
Εκτός από τους κυρίους Λαζανά και Μαγιορκίνη, υπάρχουν κι άλλα μέλη της Επιτροπής τα οποία είτε αποφάσισαν να αποτραβηχτούν από τα ΜΜΕ είτε δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Ανάμεσά τους διακρίνονται τα ονόματα εξεχόντων επιστημόνων, όπως ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων, Παναγιώτης Γαργαλιάνος-Κακολύρης, οι καθηγητές Δημήτρης Παρασκευής, Γιώργος Δαΐκος, Θεοκλής Ζαούτης, Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Σαρόγλου και Αθανάσιος Τσακρής. Ο καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, περιορίζεται σε σποραδικές εμφανίσεις σε τοπικά ΜΜΕ, ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, καθηγητής Σπύρος Ζακυνθινός, έχει δηλώσει την παραίτησή του από την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, καταγγέλλοντας «την εργαλειοποίηση των επιστημόνων από την κυβέρνηση». Οι θέσεις του κ. Ζακυνθινού είχαν μεγάλη προβολή από media φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ανεξαρτήτως αυτού, όμως, ανέδειξαν εσωτερικές τριβές στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, οι οποίες, σύμφωνα με διαρροές, οξύνθηκαν έως το σημείο έκρηξης εσχάτως. Και είναι πολύ πιθανόν ότι η αποχή των επιστημόνων από τα ΜΜΕ να απηχεί την ενόχλησή τους για τον τρόπο λειτουργίας ολόκληρου του μηχανισμού λήψης αποφάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα.
Οι ειδικοί φέρονται να έχουν φτάσει στα όριά τους, ιδιαίτερα μετά τη μαραθώνια -και θυελλώδη, όπως αποδείχθηκε- συνεδρίαση της Επιτροπής την Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου. Ενδεικτικό του κλίματος είναι ότι ο επικεφαλής της Σωτήρης Τσιόδρας παρέμεινε σιωπηλός και αμέτοχος, ενώ τα μέλη είχαν διχαστεί και συγκρούονταν σφοδρά για το αν θα εισηγηθούν καθολικό lockdown ή κάποια λιγότερο σκληρά μέτρα. Η απόσυρση του κ. Τσιόδρα από το προσκήνιο, ήδη από την αρχή του περασμένου καλοκαιριού, αντανακλά την προσωπική του απογοήτευση, ιδιαίτερα αφότου διαπίστωσε ότι διάφορα στελέχη της κυβέρνησης τείνουν να μετακυλίουν στους επιστήμονες την ευθύνη των λιγότερο δημοφιλών ή αποδοτικών αποφάσεων. Χειρισμοί όπως η σύγκληση έκτακτης συνεδρίασης της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, ενώ τα τελευταία απαγορευτικά μέτρα ήδη ανακοινώνονταν, δεν χωνεύονται εύκολα από έναν άνθρωπο με το ηθικό status του Σωτήρη Τσιόδρα. Κατά συνέπεια, το πρόσωπο και ο ανακουφιστικός, ενθαρρυντικός του λόγος θα εξακολουθήσει να λείπει από το τηλεοπτικό κοινό και το προσεχές μέλλον. Σε μια προσπάθεια, πιθανώς, να αυτοπροστατευτεί ως άνθρωπος και ως επιστήμονας από τη μετατροπή ενός κρίσιμης σημασίας καθήκοντος σε τηλεοπτικό θέαμα τύπου COVID-ριάλιτι, στο οποίο το μόνο έπαθλο είναι η προβολή και η επιδίωξη της διασημότητας.
Οι διεθνείς παρουσίες
Για τους καθηγητές Μόσιαλο και Δερμιτζάκη πολύ δύσκολα μπορεί να αποφασίσει κάποιος αν η μόνιμη διαμονή τους στο εξωτερικό -Αγγλία και Ελβετία αντίστοιχα- είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα. Αντικειμενικά, πάντως, μόνο έμμεσα γνωρίζουν την ελληνική πραγματικότητα όπως αυτή διαδραματίζεται στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας. Εκτός αυτού, το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η στενή επαφή με τους συμπατριώτες τους μέσω των media – με έμφαση στα social για τον κ. Μόσιαλο. Ο οποίος είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Υγείας στο London School of Economics, εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισμούς για ζητήματα που αφορούν τον κορωνοϊό, συνεργάτης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ευρώπη κ.ά. Έχει το χάρισμα να συστηματοποιεί και να συνοψίζει σε απλή γλώσσα κάθε εξέλιξη στο μέτωπο της πανδημίας, παρεμβαίνοντας καίρια σε κάθε συζήτηση για προληπτικά μέτρα, την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, των φαρμάκων, των μεταλλάξεων κ.ο.κ. Εχει αναλάβει ως προσωπικό του καθήκον να απαντά σε ερωτήματα προτού καν αυτά διατυπωθούν κυρίως μέσω Facebook κυρίως. Οι αναρτήσεις του έχουν γίνει καθημερινή συνήθεια για τους Ελληνες -σε βαθμό εξάρτησης-, ενώ προωθεί την ιδέα του για ακόμη μεγαλύτερη διεύρυνση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, με ακόμη περισσότερα μέλη και από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, πολύ πέρα από την Ιατρική.
Με σαφώς μικρότερη παραγωγή πληροφοριακού υλικού, ο καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης Μανώλης Δερμιτζάκης γνωμοδοτεί πρόθυμα σε πλήθος ενημερωτικών εκπομπών. Προσπαθεί να είναι αντικειμενικός παρά το άδοξο τέλος που είχε τον περασμένο Αύγουστο η σύντομη συνεργασία του με την κυβέρνηση ως πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας. Επιμένει, ωστόσο, να συγκρίνει την ελληνική κατάσταση με ό,τι ισχύει σε διάφορες χώρες του κόσμου, με πολύ προηγμένα συστήματα δημόσιας υγείας.
Πελώνη: Θα υπάρξει επαναπρογραμματισμός των ραντεβού για εμβολιασμό
Βασιλακόπουλος: Με λίγη προσοχή αυτό θα είναι το τελευταίο lockdown
Κορωνοϊός: Πάνω από 2,4 εκατ. άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους σε όλο τον κόσμο