«Είμαστε σε εγρήγορση, προφανώς είμαστε ανήσυχοι. Κάθε υπεύθυνη κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι ανήσυχη με αυτές τις συνθήκες. Είμαστε πάνω από το πρόβλημα καθημερινά,βλέπουμε τα δεδομένα, κάνουμε τις αναλύσεις έτσι ώστε να παίρνουμε άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα. Η αλήθεια είναι ότι είναι ένα εξαιρετικά δυναμικό και απρόβλεπτο φαινόμενο, σε παγκόσμια κλίμακα ξεπέρασε τις προβλέψεις των ειδικών επιδημιολόγων. Ήταν πολύ πιο ισχυρό το δεύτερο κύμα και σε διάρκεια, και σε ένταση και σε μεταδοτικότητα, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις οι καθολικές απαγορεύσεις να έχουν πέσει έξω», δήλωσε στον ΘΕΜΑ 104,6 ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, τονίζοντας «όπου εφαρμόστηκαν τα lockdown, είχαν ένα πολύ αργό χρόνο για να αναδείξουν τα αποτελέσματά τους. Και σε εμάς, είναι εμφανής η επιπεδοποίηση αλλά όχι η μείωση των κρουσμάτων».
Μιλώντας για το ενδεχόμενο άρσης του lockdown στις 30 Νοεμβρίου, ο κ. Γεραπετρίτης υποστήριξε πως « δεν χωρεί αμφιβολία ότι εφόσον υπάρχει συνέχιση του φαινομένου δεν θα μπορέσουμε να έχουμε καθολική άρση των μέτρων στις 30 Νοεμβρίου. Η ελπίδα μας ότι θα είχε φανεί το αποτύπωμα των μέτρων καθολικής απαγόρευσης αρκετά νωρίτερα για να μπορέσουμε να ανοίξουμε την κοινωνία και την αγορά στις 30 Νοεμβρίου, αυτό δεν έχει συμβεί. Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι δεν θα μπορέσουμε να ανοίξουμε συνολικά στις 30 Νοεμβρίου. Ίσως κάποιες από τις δράσεις της κοινωνίας να μπορούν να ανοίξουν», διευκρινίζοντας ότι «τα σχολεία που αποδεδειγμένα πλέον αποτελούν τον λιγότερο επιδημιολογικό μεταδότη, είναι εκείνα που κατά πάσα πιθανότητα θα μπορέσουν να ανοίξουν λίγο νωρίτερα. Ακόμα είναι σχετικά νωρίς, την επόμενη εβδομάδα θα έχουμε μία πολύ πιο μεγάλη ανάλυση των επίκαιρων δεδομένων. Φαίνεται όμως ότι λιανεμπόριο και εστίαση πηγαίνουν για κάπως αργότερα σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό. Υπό τη φυσιολογική ροή των πραγμάτων, δεν θα ανοίξουμε στις 30 Νοεμβρίου. Με βάση τα δεδομένα, η αγορά δεν θα ανοίξει στις 30 Νοεμβρίου».
Ερωτηθείς αν έπρεπε κάποια μέτρα να έχουν ληφθεί νωρίτερα, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε «εάν θέλετε κάνοντας εκ των υστέρων μία αυτοκριτική, θα έλεγα και εγώ ίσως θα ήταν σκόπιμο τα μέτρα, ειδικά για ορισμένες γεωγραφικές περιοχές της χώρας, όπως είναι η Βόρεια Ελλάδα, να είχαν παρθεί κατά τι νωρίτερα. Από την άλλη πλευρά, η εκθετική αύξηση του φαινομένου δεν μπορούσε να προβλεφθεί ούτε από τους υγειονομικούς. Πράγματι, αν σήμερα μπορούσαμε να ανασυνθέσουμε την κατάσταση την οποία βρισκόμασταν, θεωρώ ότι ίσως θα έπρεπε και λίγες ημέρες νωρίτερα να έχουμε πάρει μέτρα για τη βόρεια Ελλάδα».
Όσον αφορά στην επίταξη των ιδιωτικών κλινικών στην βόρεια Ελλάδα, ο κ. Γεραπετρίτης τόνισε ότι «η επίταξη των υποδομών, όπως των κλινικών και των υπηρεσιών, όπως των νοσηλευτών και των γιατρών, είναι μία πράξη η οποία γίνεται μόνο ως τελευταίο καταφύγιο. Αυτό προβλέπεται και στο Σύνταγμα και στον Νόμο. Πέρα από τη νομική διάσταση, πρέπει να καταλάβουμε ότι η επίταξη αυτή ενέχει ένα πολύ μεγάλο κόστος για το ελληνικό δημόσιο. Η επίταξη δεν είναι δήμευση»
«Εμείς εκείνο το οποίο προκρίναμε εξ αρχής ήταν να έχουμε στη διάθεσή μας, στο πλαίσιο μιας καλής συνεργασίας με τις ιδιωτικές κλινικές, την κατανόηση να μεταφέρουμε ασθενείς no covid. Όταν πλέον έφτασε ο κόμπος στο χτένι και είπαμε ότι χρειαζόμαστε οι ιδιωτικές κλινικές να παρέχουν και κλίνες για ασθενείς covid, τότε ξεκίνησαν οι συζητήσεις για τους ιδιοκτήτες των κλινικών. Δυστυχώς δεν τελεσφόρησαν αυτές οι συζητήσεις, υπήρχαν διαφωνίες στα λειτουργικά ζητήματα, με αποτέλεσμα να αναγκαστούμε να πάμε στη λογική της επίταξης»,πρόσθεσε.
«Ορθότατα η κυβέρνηση δεν προέβη επίταξη εδώ και πολύ καιρό. Η αντιπολίτευση ζήτησε την επίταξη ήδη από τον περασμένο Απρίλιο. Αν αυτό είχε συμβεί, σήμερα δεν θα υπήρχαν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα για να μπορέσουμε να ενισχύσουμε τις ευάλωτες κατηγορίες. Εάν χρειαστεί θα επιτάξουμε όσες κλίνες είναι απολύτως αναγκαίες ώστε να διασφαλιστεί η υγεία. Δεν έχει υπάρξει κανείς ασθενείς, ο οποίος ζήτησε να ενταχθεί σε ΜΕΘ και να μη συνέβη αυτό», σημείωσε ο κ. Γεραπετρίτης.
Προς παράταση καραντίνας και «σιωπηρά» Χριστούγεννα λόγω πανδημίας
Pfiser και BioNTech έτοιμες να ρίξουν στην αγορά το εμβόλιο