Ανακοινώθηκαν από την Επιτροπή Βραβείων Νόμπελ οι φετινοί νικητές του Βραβείου Νόμπελ Ιατρικής-Φυσιολογίας. Πρόκειται για τους Harvey J. Alter, Michael Houghton και Charles M. Rice για τη συμβολή τους στην ανακάλυψη του ιού της ηπατίτιδας C.
Οι ανακαλύψεις των τριών φετινών νικητών οδήγησαν, συγκεκριμένα, στην παραγωγή ειδικών και ευαίσθητων δοκιμασιών ανίχνευσης του ιού της ηπατίτιδας C στο αίμα και στα παράγωγά του ώστε σε συνδυασμό με τον έλεγχο για άλλες ηπατίτιδες και HIV να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος λοίμωξης κατά τη διάρκεια μεταγγίσεων παγκοσμίως. Η ηπατίτιδα C παραμένει μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας παγκοσμίως, ωστόσο η ανακάλυψη νέων φαρμάκων προσφέρει ελπίδα με στόχο την εξάλειψη της νόσου.
BREAKING NEWS:
The 2020 #NobelPrize in Physiology or Medicine has been awarded jointly to Harvey J. Alter, Michael Houghton and Charles M. Rice “for the discovery of Hepatitis C virus.” pic.twitter.com/MDHPmbiFmS— The Nobel Prize (@NobelPrize) October 5, 2020
Όπως ανακοίνωσε ο καθηγητής της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής και Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θάνος Δημόπουλος, τη δεκαετία του 1940 διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν δύο κύριοι τύποι ιογενούς ηπατίτιδας.
Πρόκειται αφενός για την ηπατίτιδα A η οποία μεταδίδεται με μολυσμένο νερό ή φαγητό και γενικά δεν έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις μετά την πάροδο της οξείας φάσης της λοίμωξη. Αφετέρου, ο δεύτερος τύπος μεταδίδεται μέσω του αίματος και των σωματικών υγρών και έχει λανθάνουσα και χρονίζουσα πορεία, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε ηπατική κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα. Αυτός ο τύπος ηπατίτιδας σχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα και ευθύνεται για περισσότερο από 1 εκατομμύριο θανάτους ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για μείζον διεθνές πρόβλημα δημόσιας υγείας, αντίστοιχης βαρύτητας με τη λοίμωξη HIV και τη φυματίωση.
Τη δεκαετία του 1960 ο Baruch Blumberg αναγνώρισε τον ιό της ηπατίτιδας Β ως υπεύθυνο για σημαντικό μέρος των περιπτώσεων ιογενούς ηπατίτιδας που μεταδίδεται μέσω του αίματος. Αυτή η ανακάλυψη οδήγησε στη δημιουργία διαγνωστικών δοκιμασιών για τη διάγνωση καθώς και εμβολίου για την πρόληψη της λοίμωξης. Ο Blumberg τιμήθηκε για τη συνεισφορά του με το Βραβείο Νόμπελ στη Φυσιολογία ή Ιατρική το 1976.
Την ίδια χρονική περίοδο, ο Harvey J. Alter και η ομάδα του μελετούσε την επίπτωση της ηπατίτιδας σε ασθενείς που λάμβαναν μεταγγίσεις αίματος στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) των ΗΠΑ. Παρατήρησε ότι παρόλο που οι περιπτώσεις ιογενούς ηπατίτιδας μειώθηκαν χάρη στη δυνατότητα ανίχνευσης της ηπατίτιδας B στους υποψήφιους αιμοδότες, ένα σημαντικό ποσοστό των περιπτώσεων ιογενούς ηπατίτιδας μετά από μετάγγιση αίματος δε μπορούσε να αποδοθεί ούτε στην ηπατίτιδα Β ούτε στην ηπατίτιδα Α.
Ο Michael Houghton και οι συνεργάτες του κατάφεραν με μια πρωτοποριακή για την εποχή μέθοδο να αναγνωρίσουν τμήματα του ιικού γενετικού υλικού που κωδικοποιούσαν για την παραγωγή ιικών πρωτεϊνών. Ο νέος ιός με γενετικό υλικό RNA ανήκε στην οικογένεια των Flavivirus και ονομάστηκε ιός της ηπατίτιδας C. Η παρουσία αντισωμάτων έναντι του ιού σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα υποστήριξε τη θεωρία ότι αυτός ο ιός ευθύνεται για τη νόσο του ήπατος.
Ακολούθως, ο Charles M. Rice και οι συνεργάτες ανέλυσαν ενδελεχώς το γενετικό υλικό του ιού της ηπατίτιδας C και απέδειξαν ότι ο συγκεκριμένος ιός ήταν ικανός να αναπαραχθεί και να προκαλέσει λοίμωξη και μακροχρόνιες επιπλοκές σε ζωικό μοντέλο χιμπατζή. Αυτό αποτέλεσε και την τελική απόδειξη ότι ο ιός της ηπατίτιδας C ήταν υπεύθυνος για σημαντικό μέρος των μέχρι πρότινος ανεξήγητων περιπτώσεων ηπατίτιδας κατόπιν μετάγγισης αίματος.