Με αφορμή την αυριανή Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών, το ΚΕΘΕΑ ανακοίνωσε τον ετήσιο απολογισμό του, επισημαίνοντας ότι η επόμενη μέρα της πανδημίας σε ό,τι αφορά τις εξαρτήσεις, εγείρει σημαντικές ανησυχίες.
Το 2019 το ΚΕΘΕΑ προσέφερε 14.556 θέσεις θεραπείας σε ανθρώπους με πρόβλημα εξάρτησης από τα ναρκωτικά και τις οικογένειές τους στον δρόμο, στις μονάδες του, στην κοινωνία και στις φυλακές.
Οι 8 στους 10 που συμμετέχουν στα προγράμματα απεξάρτησης είναι άνδρες με μέση ηλικία τα 31 έτη. Είχαν την πρώτη επαφή με τις ουσίες σε ηλικία 16 ετών, οι 9 στους 10 δοκιμάζοντας κάνναβη. Ως κύρια ουσία χρήσης, για την οποία ζητούν βοήθεια από το ΚΕΘΕΑ, αναφέρουν την ηρωίνη και τα οπιοειδή (41,7%), την κάνναβη (36%) και με αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια την κοκαΐνη. Είναι ενδεικτικό ότι το ποσοστό των χρηστών έχει διπλασιαστεί μέσα σε τέσσερα χρόνια, από 7,3% που ήταν το 2015 ανήλθε σε 14,2 % το 2019. Οι μισοί από όσους συμμετέχπυν σε πρόγραμμα απεξάρτησης είναι άνεργοι, 1 στους 3 αναφέρει σοβαρά ψυχολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα και οι 4 στους 10 έχουν δικαστικές εκκρεμότητες.
Για τις λεγόμενες «νόμιμες εξαρτήσεις», δηλαδή τις εξαρτήσεις από το αλκοόλ, τα τυχερά παιχνίδια, το διαδίκτυο και τις εφαρμογές του, το ΚΕΘΕΑ προσέφερε 1.689 θέσεις θεραπείας το 2019. Πρόκειται, όπως επισημαίνουν οι επικεφαλής του Κέντρου για νέες όψεις του προβλήματος της εξάρτησης, διευρύνοντας τον αριθμό, τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες όσων έχουν ανάγκη από βοήθεια.
Το επόμενο διάστημα οι επιπτώσεις της πανδημίας σε ψυχοκοινωνικό και οικονομικό επίπεδο μπορεί να οδηγήσουν σε επιδείνωση του φαινόμενου των εξαρτήσεων, εκτιμά το ΚΕΘΕΑ. Ψυχοπιεστικές καταστάσεις, όπως το lockdown, αυξάνουν το άγχος και την κατάθλιψη και ενισχύουν την καταφυγή σε νόμιμες και παράνομες ουσίες ή άλλες μορφές εθισμού ως μια μορφή αυτοθεραπείας. Για ορισμένους ανθρώπους η επίδραση αυτή μπορεί να είναι μακροπρόθεσμη. Το ίδιο διάστημα οι πρωτοφανείς περιορισμοί στη λειτουργία των οργανισμών θεραπείας απείλησαν το κοινωνικό δικαίωμα των εξαρτημένων σε φροντίδα.
Ωστόσο, το ΚΕΘΕΑ υπογραμμίζει πως μπόρεσε σε μεγάλο βαθμό να εξασφαλίσει τη θεραπευτική συνέχεια για τα μέλη του και να διατηρήσει ανοικτή την πρόσβαση σε βοήθεια για νέους εξυπηρετούμενους, ενώ απέφυγε πλήρως την εκδήλωση κρουσμάτων στις δομές του, με σημαντικές τροποποιήσεις στην καθημερινή του λειτουργία και εκτεταμένη χρήση ψηφιακών μέσων στη θέση της πρόσωπο με πρόσωπο επαφής.
Οι δυσοίωνες εκτιμήσεις και η ανάγκη ενίσχυσης των προγραμμάτων
Σύμφωνα με το ΚΕΘΕΑ, ως απόρροια της πανδημίας εκτιμάται πως τα επόμενα χρόνια μπορεί να ενταθούν στη χώρα μας φαινόμενα ανάλογα με αυτά που παρατηρήθηκαν από το 2010 και μετά, λόγω της κρίσης, με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται.
Μεταξύ άλλων αναφέρονται ως πιθανά η εμφάνιση πιο φθηνών και επικίνδυνων ναρκωτικών, η αύξηση των αστέγων, η εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών, η μείωση του κινήτρου για θεραπεία και η μεγέθυνση των δυσκολιών κοινωνικής και εργασιακής ένταξης για όσους απεξαρτώνται.
«Σε τέτοιες συνθήκες είναι επίσης πιθανόν η γενικευμένη ανασφάλεια και η οργή να βρουν διέξοδο στην επιθετικότητα απέναντι σε όσους διαφέρουν ή βρίσκονται στο περιθώριο, οδηγώντας σε στοχοποίηση κοινωνικά αδύναμων ομάδων, όπως οι εξαρτημένοι χρήστες» αναφέρεται στην ετήσια απολογιστική έκθεση.
Η πανδημία βεβαίως ανέδειξε τη σημασία του δημόσιου συστήματος υγείας και την ανάγκη ενίσχυσής του, με τα προγράμματα πρόληψης και θεραπείας των εξαρτήσεων να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του.
«Η ενίσχυση των προγραμμάτων είναι το κλειδί για να αποφευχθεί η διεύρυνση των ανισοτήτων στην υγεία και να μειωθεί το κοινωνικό και οικονομικό κόστος των εξαρτήσεων. Συγχρόνως χρειάζεται συστηματική υποστήριξη και στοχευμένη εκπαίδευση των επαγγελματιών για την αποτελεσματική υποστήριξη των εξαρτημένων στις νέες συνθήκες, διευρυμένη συνεργασία μεταξύ των θεραπευτικών προγραμμάτων και των δημόσιων μονάδων υγείας για τη φροντίδα της υγείας των εξαρτημένων και διαρκής παρακολούθηση και ανάλυση των νέων τάσεων» επισημαίνεται από το ΚΕΘΕΑ.