Πολλά από τα τρόφιμα που αποκαλούνται superfoods συσχετίζονται συχνά με εξωτικά και ακριβά προϊόντα, χωρίς, ωστόσο, η διατροφική τους αξία να έχει προσδιοριστεί επιστημονικά, αποτελώντας, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτέλεσμα (πολύ επιτυχημένου) μάρκετινγκ.
Ένα από αυτά είναι και το γάλα καμήλας, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως υπετρόφιμo παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των ενδείξεων για τα οφέλη που προσφέρει στην υγεία βασίζεται σε μελέτες σε ζώα ή σε πληθυσμούς των οποίων ο τρόπος ζωής και οι γενετικοί παράγοντες μπορεί να διαδραματίζουν εξίσου μεγάλο ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα.
Πάντως, μια νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Functional Foods In Health And Disease διαπιστώνει ότι, ακόμα κι αν δεν συνιστούν τελικά υπερτρόφιμα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα καμήλας θα μπορούσαν όντως να έχουν οφέλη στα άτομα με διαβήτη τύπου 2.
Το γάλα αποτελείται από λιπίδια και πρωτεΐνες, όπως η ανοσοσφαιρίνη (αντισώματα που παράγονται από τα πλασματοκύτταρα) και τα κυστίδια (μικρά σφαιρικά υγρά σωματίδια που περικλείονται σε λιπιδική μεμβράνη), καθώς και βιταμίνες και ανόργανα άλατα. Δεδομένης αυτής της πολυπλοκότητας στη σύνθεσή του, στη νέα αυτή μελέτη οι ερευνητές επέλεξαν να διερευνήσουν μόνο τα λιπίδια (λιπαρά) του γάλακτος καμήλας και το πώς αυτά επιδρούν σε μια πτυχή του διαβήτη που είναι γνωστή ως φλεγμονή.
Είναι γνωστό ότι τα παχύσαρκα και τα διαβητικά άτομα έχουν χρόνια φλεγμονή που δεν συνεπάγεται καμία μόλυνση και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πολλές επιπλοκές του διαβήτη, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και τα εγκεφαλικά επεισόδια.
Τα μακροφάγα κύτταρα που υπάρχουν στο κοιλιακό λίπος, αποτελούν σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης αυτής της φλεγμονής. Έτσι, οι ερευνητές αποφάσισαν να μελετήσουν αν τα λιπίδια του γάλακτος καμήλας θα μπορούσαν να εμποδίσουν τα μακροφάγα που είναι παρόμοια με εκείνα που βρίσκονται στο λίπος, να γίνουν φλεγμονώδη, όταν συνδυαστούν με την ύπαρξη πρωτεϊνών που εντοπίζονται στους διαβητικούς.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι η παρουσία λίπους στο γάλα είναι συχνά ο λόγος για την αποφυγή των γαλακτοκομικών προϊόντων από όσους θέλουν να χάσουν βάρος, με τη διαφορά ότι το λίπος του γάλακτος είναι ένα σημαντικό συστατικό δεδομένης της υψηλής θρεπτικής του αξίας. Το γάλα καμήλας, λοιπόν, έχει χαμηλότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά σε σύγκριση με το αγελαδινό, ενώ και τα λιπαρά οξέα του είναι κυρίως πολυακόρεστα, τα οποία θεωρούνται υγιεινά. Ωστόσο, η περιεκτικότητα του γάλακτος καμήλας σε κορεσμένα λιπαρά μπορεί να φθάσει το 65%.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι επιστήμονες συνδύασαν μακροφάγα κύτταρα με κορεσμένα και ακόρεστα λιπίδια από γάλα καμήλας, τόσο μεμονωμένα όσο και σε μείγμα – δηλαδή όπως ακριβώς θα τα καταναλώναμε και όπως αποθηκεύονται στο σώμα. Τα πειράματα έδειξαν ότι τα λιπαρά οξέα από γάλα καμήλας μειώνουν τη φλεγμονή που παράγεται από αυτά τα μακροφάγα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πιο έντονο στο μείγμα των λιπιδίων, σε σχέση με τα μεμονωμένα ακόρεστα λιπαρά οξέα. Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα ήταν, επίσης, ότι ένα σύμπλεγμα πρωτεϊνών γνωστών ως φλεγμονόσωμα μειώθηκε από αυτά τα λιπίδια.
Εάν, λοιπόν, τα αποτελέσματα αυτά μπορέσουν να επαναληφθούν σε μελέτες με ανθρώπους τότε θα αποδειχθεί ότι το γάλα μπορεί να αποτρέψει τη φλεγμονή που σχετίζεται με τον διαβήτη. Αυτά τα αποτελέσματα μπορεί επίσης να εξηγήσουν μερικά από τα οφέλη που έχουν αναφερθεί για την κατανάλωση γάλακτος καμήλας στην πρόληψη του διαβήτη.
Γεγονός είναι, τέλος ότι δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν το γάλα καμήλας «θεραπεύει» τον διαβήτη ή αν μειώνει τη φλεγμονή στα άτομα με διαβήτη τύπου 2 που το καταναλώνουν τακτικά, αλλά τα νέα αυτά δεδομένα της μελέτης υποδηλώνουν ότι μπορεί να παίζει ρόλο στη μείωση της φλεγμονής που αποτελεί σημαντικό μέρος του διαβήτη τύπου 2.