Η διαταραχή αποφυγής/περιοριστικής πρόσληψης τροφής (ARFID, Avoidant/restrictive food intake disorder) είναι μια πρόσφατα αναγνωρισμένη διατροφική διαταραχή που περιορίζει την πρόσληψη τροφής. Παρόλο που δεν είναι ακόμα ευρέως γνωστή, η επίδραση που έχει στους πάσχοντες μπορεί να είναι σοβαρή και μακροπρόθεσμη. Η διαταραχή ARFID δε σχετίζεται με την επιθυμία για απώλεια βάρους ή την ανάγκη να αλλάξει κανείς την εικόνα του σώματός του, όπως συμβαίνει σε άλλες διατροφικές διαταραχές. Αντίθετα, το ARFID βασίζεται στον φόβο και στο άγχος γύρω από το φαγητό και τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η κατανάλωσή του, όπως το πνίξιμο ή ο εμετός. Είναι γνωστή και ως «φαγοφοβία».
Η δρ. Faith Coleman, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Νέου Μεξικού, παρουσιάζει παρακάτω τα συμπτώματα και τις επιπλοκές, αλλά και τις σωστές θεραπείες, που είναι σημαντικές για την αποτροπή των σοβαρών επιπλοκών.
Τι είναι η διαταραχή ARFID;
Η συγκεκριμένη διατροφική διαταραχή διαταράσσει την καθημερινή ζωή των ατόμων που πάσχουν από αυτή, περιορίζοντας σημαντικά την πρόσληψη τροφής. Τα άτομα μπορεί να χάσουν το ενδιαφέρον τους για το φαγητό ή να αποφεύγουν συγκεκριμένες τροφές εξαιτίας των γεύσεων, των υφών, των χρωμάτων ή των μυρωδιών τους. Σε πολλές περιπτώσεις, τα άτομα τείνουν να τρώνε μόνο μια πολύ μικρή ποικιλία φαγητών, αποφεύγοντας οτιδήποτε άλλο. Ο όρος που χρησιμοποιούν οι ειδικοί για να περιγράψουν την ARFID είναι «επιλεκτική διατροφική διαταραχή», καθώς οι πάσχοντες επιλέγουν να καταναλώνουν μόνο συγκεκριμένα τρόφιμα.
Μια χαρακτηριστική συμπεριφορά των ατόμων με ARFID είναι η δημιουργία τελετουργικών γύρω από το φαγητό, όπως η κατανάλωση των τροφών με συγκεκριμένη σειρά ή με συγκεκριμένο τρόπο. Αυτές οι συνήθειες μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την πρόσληψη των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών και να έχουν αρνητικές συνέπειες στην υγεία.
Πώς διαφέρει από τις ιδιοτροπίες στο φαγητό;
Είναι σύνηθες για τα παιδιά να αποφεύγουν ορισμένα φαγητά επειδή δεν τους αρέσει η γεύση, η μυρωδιά ή η υφή τους, αλλά αυτό δεν επηρεάζει την ανάπτυξή τους και συχνά ξεπερνούν αυτές τις ιδιοτροπίες μεγαλώνοντας. Η επιλεκτική διατροφική διαταραχή, ωστόσο, είναι μια σοβαρή διαταραχή που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την όρεξη, την ανάπτυξη και τη γενική υγεία ενός ατόμου. Χωρίς θεραπεία, τα συμπτώματα δεν υποχωρούν από μόνα τους, και απαιτείται εξειδικευμένη φροντίδα για την αντιμετώπισή τους.
Παρόλο που τα ακριβή αίτια της διαταραχής δεν είναι ακόμα γνωστά, έρευνες δείχνουν ότι το άγχος, ο φόβος και το ψυχικό τραύμα μπορεί να αποτελούν βασικούς παράγοντες. Κάποια άτομα μπορεί να έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες γύρω από το φαγητό, όπως η εξαναγκαστική σίτιση ή η ανασφάλεια για την προμήθεια φαγητού, που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξής της.
Επιπλέον, άτομα με νευρολογικές ή αναπτυξιακές καταστάσεις, όπως η ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας) ή η κατάθλιψη, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Οι αλλαγές στη γενετική σύσταση ή οι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί επίσης να επηρεάσουν την ανάπτυξη της διαταραχής.
Δεδομένου ότι η επιλεκτική διατροφική διαταραχή αποτελεί μια νεότερη διάγνωση που περιλαμβάνεται στην Πέμπτη Έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5), δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή δεδομένα για να εκτιμηθεί πόσο συχνά εμφανίζεται, η σχετική συχνότητα των συμπτωμάτων ή άλλα χαρακτηριστικά της νόσου. Παρόλα αυτά, γνωρίζουμε ότι μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αν και είναι πιο συχνό στα παιδιά και τους εφήβους.
Συμπτώματα και επιπλοκές
Τα άτομα συχνά παρουσιάζουν συμπτώματα που περιλαμβάνουν κοιλιακό πόνο, κράμπες, στομαχικές διαταραχές, δυσκοιλιότητα, και, σε σοβαρές περιπτώσεις, σημαντική απώλεια βάρους. Οι ασθενείς μπορεί να αισθάνονται αδύναμοι και κουρασμένοι, να έχουν χαμηλή θερμοκρασία σώματος και να λιποθυμούν. Στις γυναίκες, η έμμηνος ρήση μπορεί να γίνει ακανόνιστη ή να διακοπεί, ενώ μπορεί να εμφανιστούν λεπτές τρίχες στο σώμα, μια κατάσταση γνωστή ως lanugo.
Η διαταραχή αυτή επηρεάζει επίσης την ψυχική και κοινωνική ζωή των ατόμων, καθώς αποφεύγουν συχνά κοινωνικές εκδηλώσεις όπου υπάρχει φαγητό και απομακρύνονται από αγαπημένα πρόσωπα. Επιπλέον, δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα στις σχολικές ή επαγγελματικές τους υποχρεώσεις.
Οι επιπλοκές μπορεί να είναι πολύ σοβαρές και περιλαμβάνουν υποσιτισμό, αφυδάτωση, ανισορροπίες στους ηλεκτρολύτες, χαμηλή αρτηριακή πίεση, ακόμη και καρδιακή ανακοπή. Η οστεοπόρωση και η αναιμία αποτελούν επίσης πιθανές επιπλοκές, ενώ στα παιδιά, η ανάπτυξη μπορεί να καθυστερήσει και η εφηβεία να ανασταλεί.
Θεραπεία και αντιμετώπιση
Η θεραπεία στοχεύει στην αποκατάσταση του βάρους, στη διατήρηση ενός υγιούς βάρους και στην αποφυγή σοβαρών επιπλοκών. Οι θεραπευτικές μέθοδοι επικεντρώνονται στη διαχείριση των αισθητηριακών αποστροφών και των φόβων που σχετίζονται με το φαγητό. Ένας τρόπος θεραπείας που χρησιμοποιείται συχνά είναι η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία (CBT), η οποία βοηθά τους ασθενείς να αναγνωρίσουν και να αλλάξουν τις προβληματικές σκέψεις και συμπεριφορές, ενώ μειώνει το άγχος γύρω από την κατανάλωση τροφής. Παράλληλα, τους μαθαίνει τεχνικές χαλάρωσης για να αντιμετωπίσουν τις αισθητηριακές προκλήσεις.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, χορηγούνται φάρμακα, όπως αντικαταθλιπτικά ή αντιψυχωσικά, για να βοηθήσουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί προσωρινή σίτιση μέσω σωλήνα.
Έφηβεία: Εκτοξεύθηκαν οι διατροφικές διαταραχές μέσα στην πανδημία – Το ευάλωτο φύλο
Η καθημερινή συνήθεια που αυξάνει τον κίνδυνο διατροφικών διαταραχών
Οι διατροφικές διαταραχές προειδοποιούν δυο χρόνια νωρίτερα! Ποια είναι τα σημάδια