Με σημαντικά πλεονεκτήματα για την υγεία -ιδίως την καρδιαγγειακή- συνδέει τη vegan (αποκλειστικά χορτοφαγική) διατροφή πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύεται στο JAMA Network Open. Το διατροφικό πείραμα σε δίδυμα αδέλφια έδειξε ότι η δίαιτα που αποκλείει τα ζωικά τρόφιμα πέτυχε σε βάθος δύο μηνών σημαντικές βελτιώσεις στα επίπεδα χοληστερόλης, ινσουλίνης και το σωματικό βάρος, συγκριτικά με μια διατροφή που περιέχει ζωικές πρωτεΐνες.
«Με βάση αυτά τα αποτελέσματα και στοχεύοντας στη μακροζωία, οι περισσότεροι από εμάς θα επωφεληθούμε από την υιοθέτηση μιας φυτικής κατά βάση διατροφής» δήλωσε ο ερευνητής Christopher Gardner, καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Αν και ο περιορισμός του κρέατος στη διατροφή έχει αποδειχθεί και από παλαιότερες μελέτες επωφελής για την υγεία, οι ερευνητικές θέλησαν να υπερβούν ένα εμπόδιο που είχαν οι προηγούμενες ερευνητικές προσπάθειες για τη διεξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων: το πλήθος διαφορών που είχαν μεταξύ τους οι συμμετέχοντες, από τη γενετική και την ανατροφή έως τις συνήθειες του καθημερινού τρόπου ζωής.
Επί τούτω επέλεξαν για το πληθυσμιακό δείγμα της μελέτης πανομοιότυπους διδύμους (ομοζυγωτικά δίδυμα) που μοιράζονταν έτσι κοινά γονίδια, είχαν λάβει κοινή ανατροφή και είχαν συχνά παρόμοιο τρόπο ζωής. Σύμφωνα με τον Δρ Gardner, «ντύνονταν το ίδιο, μιλούσαν το ίδιο και έκαναν πειράγματα μεταξύ τους που θα έκαναν μόνο άνθρωποι που έχουν μοιραστεί υπερβολικά πολύ χρόνο μαζί». Και αυτό ήταν ένα πρωτοποριακό στοιχείο της μελέτης, εξηγεί.
Η πειραματική διαδικασία
Η διατροφική δοκιμή διήρκεσε από τον Μάιο έως τον Ιούλιο του 2022 και συμπεριέλαβε 22 ζευγάρια πανομοιότυπων διδύμων, επιλεγμένα από το Μητρώο Διδύμων του Στάνφορντ, μια βάση δεδομένων για ομοζυγωτικά και ετεροζυγωτικά δίδυμα που έχουν συγκατατεθεί να συμμετέχουν σε ερευνητικές μελέτες.
Για κάθε ζεύγος, ο ένας δίδυμος θα ακολουθούσε vegan διατροφή και ο άλλος παμφαγική, υγιεινές ωστόσο και οι δύο με υψηλή περιεκτικότητα σε λαχανικά, φασόλια, φρούτα και δημητριακά ολικής άλεσης και μικρές ποσότητες σε σάκχαρα και εξευγενισμένα άμυλα. Από ζωικά τρόφιμα, η παμφαγική διατροφή περιλάμβανε κοτόπουλο, ψάρι, αυγά, τυρί και γαλακτοκομικά μεταξύ άλλων.
Για τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες, οι συμμετέχοντες κατανάλωναν τρία γεύματα την ημέρα που ετοίμαζε και παρέδιδε μια υπηρεσία παροχής γευμάτων. Τις υπόλοιπες τέσσερις οι συμμετέχοντες ετοίμαζαν μόνοι τους τα γεύματά τους.
Το πλεονέκτημα των vegan
Όλοι οι συμμετέχοντες παρέμειναν σε συμμόρφωση με τη διατροφή, πλην ενός από τη vegan ομάδα, κάτι που δείχνει ότι το διαιτητικό μοτίβο «είναι προσιτό στον καθένα» σύμφωνα με τον Δρ Gardner. «Αυτό υποδηλώνει ότι οποιοσδήποτε επιλέγει μια vegan διατροφή μπορεί να βελτιώσει μακροπρόθεσμα την υγεία του μέσα σε δύο μήνες, με τη μεγαλύτερη αλλαγή να παρατηρείται τον πρώτο μήνα» πρόσθεσε.
Η ομάδα της vegan διατροφής είδε τα μέσα επίπεδα της “κακής” LDL χοληστερόλης να μειώνονται σταθερά, ενώ παρέμειναν ίδια σχεδόν για τους παμφάγους. Οι αυστηρώς χορτοφάγοι είδαν επίσης 20% μείωση στα επίπεδα ινσουλίνης νηστείας και έχασαν κατά μέσο όρο 4 κιλά περισσότερα από τους παμφάγους.
Αναγνωρίζοντας ότι δύσκολα θα επιλέξουν πολλοί να στραφούν σε μια αμιγώς χορτοφαγική διατροφή, ο Δρ Gardner δήλωσε ότι αρκεί μια αύξηση των φυτικών τροφίμων για να επέλθουν τα σημαντικά οφέλη.