Καλύτερο έλεγχο του βάρους και βελτιωμένη ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα αποκομίζουν οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που ακολούθησαν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα διατροφής. Ειδικότερα, μια διατροφή χαμηλών υδατανθράκων, υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και χωρίς περιορισμό θερμίδων προσέφερε τα συγκεκριμένα οφέλη, σε σύγκριση με μια διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες και χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.
Τα ενδιαφέροντα αυτά δεδομένα προέκυψαν από μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή σε περισσότερους από 100 διαβητικούς ασθενείς, που ακολούθησαν αυτές τις διατροφικές οδηγίες για έξι μήνες. Ωστόσο, οι αλλαγές δε διατηρήθηκαν τρεις μήνες μετά την παρέμβαση, γεγονός που υποδηλώνει την ανάγκη για μακροχρόνιες διαιτητικές αλλαγές, προκειμένου να διατηρηθούν τα σημαντικά οφέλη για την υγεία. Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο Annals of Internal Medicine.
Η ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Δανίας, στο Odense της Δανίας, ανέθεσε τυχαία σε 165 άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έναν από τους δύο τύπους διατροφής. Οι συμμετέχοντες και στις δύο ομάδες κλήθηκαν να καταναλώσουν τον ίδιο αριθμό θερμίδων με την ενεργειακή τους δαπάνη.
Πιο συγκεκριμένα, όσοι ακολούθησαν τη διατροφή χαμηλών υδατανθράκων δεν κατανάλωναν περισσότερο από το 20% των θερμίδων τους από υδατάνθρακες, αλλά προσλάμβαναν 50-60% των θερμίδων τους από λίπος και 20-30% από πρωτεΐνες. Αντίθετα, όσοι ακολούθησαν τη διατροφή χαμηλών λιπαρών, κατανάλωναν περίπου τις μισές από τις θερμίδες τους σε υδατάνθρακες και τις υπόλοιπες ισομερώς κατανεμημένες μεταξύ λιπών και πρωτεϊνών.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσα άτομα ακολούθησαν τη διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες μείωσαν την αιμοσφαιρίνη A1c κατά 0,59% περισσότερο, σε σύγκριση με τη δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και έχασαν επίσης 3,8 kg περισσότερο βάρος σε σύγκριση με τα άτομα της ομάδας χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.
Αντίστοιχα, τα άτομα που κατανάλωναν περισσότερους υδατάνθρακες έχασαν επίσης περισσότερο σωματικό λίπος και μείωσαν την περίμετρο της μέσης τους.
Οι συμμετέχοντες, όμως, και των δύο ομάδων παρουσίασαν υψηλότερη χοληστερόλη λιποπρωτεϊνών υψηλής πυκνότητας (HDL) και χαμηλότερα τριγλυκερίδια σε μια περίοδο έξι μηνών.
Παρόλα αυτά, οι αλλαγές δεν διατηρήθηκαν τρεις μήνες μετά την παρέμβαση, γεγονός που υποδηλώνει ότι η διατροφή θα πρέπει να γίνεται μια μακροπρόθεσμη συνήθεια, έτσι ώστε να διατηρούνται τα θετικά αποτελέσματα.
Θετικό θεωρείται επίσης το γεγονός ότι παρά την κατανάλωση αυξημένων λιπαρών, οι ερευνητές δε διαπίστωσαν καμία διαφορά στην ποσότητα του ηπατικού λίπους ή της φλεγμονής μεταξύ των δύο ομάδων.
Προηγούμενες μελέτες έχουν αναδείξει ότι η απώλεια βάρους βελτιώνει τόσο τον έλεγχο του διαβήτη όσο και της μη αλκοολικής λιπώδους ηπατικής νόσου και ο περιορισμός της πρόσληψης υδατανθράκων βελτιώνει τον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Διαβάστε επίσης
Διαβήτης: Ρίξτε το σάκχαρο σε 2′ – Η SOS κίνηση μετά το γεύμα
Καινοτομία: Η φαρμακευτική ουσία που ρυθμίζει σάκχαρο και βάρος – Ποιους ασθενείς αφορά
Οι «μαγικοί» καρποί που ρίχνουν πίεση, σάκχαρο και κιλά