Σύμμαχος αποδεικνύεται για τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) η διαλειμματική νηστεία, η σειρά διατροφικών προτύπων κατά τα οποία καταναλώνονται ελάχιστες ή μηδενικές θερμίδες για χρονικές περιόδους 12 ωρών έως αρκετών ημερών κατ’ επανάληψη, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Έρευνα από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ που δημοσιεύεται στο Diabetologia της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη, έδειξε ότι ο περιορισμός της κατανάλωσης φαγητού σε ένα διάστημα έως 10 ωρών το ανώτερο, μπορεί να εξασφαλίσει θετικές αλλαγές στους μεταβολικούς δείκτες των ασθενών αλλά και τον ευρύτερο πληθυσμό του δυτικού κυρίως κόσμου. Όπως εξηγούν οι επιστήμονες, ο δυτικός τρόπος ζωής έχει εξαφανίσει την αίσθηση του χρόνου, η κατανάλωση φαγητού μπορεί να γίνει οποτεδήποτε μέσα στην ημέρα πλην των (λίγων συχνά) ωρών που διαρκεί ο ύπνος, αυξάνοντας έτσι τα περιστατικά ΣΔ2, της μεταβολική νόσου που ευθύνεται για πάνω από 1,5 δισεκατομμύρια θανάτους ετησίως, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμόύ Υγείας.
Για να διαπιστώσουν την επίδραση της συγκεκριμένης δίαιτας στη μεταβολική υγεία, οι ερευνητές μελέτησαν 14 άτομα με ΣΔ2 ηλικίας 50-57 ετών, σε ίσο αριθμό για τα δύο φύλα και με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ≥25, για τα οποία κράτησαν μετρήσεις αναφορικά με το βάρος και τις τιμές σακχάρου στο αίμα κατά την έναρξη της μελέτης, η οποία διακρίθηκε σε δύο πειραματικές περιόδους τριών εβδομάδων με μια χρονική απόσταση 4 εβδομάδων μεταξύ τους.
Κατά την πρώτη φάση, ζητήθηκε στους συμμτέχοντες να ακολουθούν τη συνήθη διατροφή τους εντός 10 ωρών κατά τη διάρκεια της ημέρας και να έχουν ολοκληρώσει την πρόσληψη τροφής το αργότερο έως τις 18:00. Πέρα από αυτό το χρονικό παράθυρο, επιτρεπόταν μόνο να καταναλώνουν νερό, απλό τσάι ή καφέ σκέτο,καθώς και αναψυκτικά χωρίς θερμίδες με μέτρο. Κατά τη δεύτερη φάση, μπορούσαν να τηρήσουν το σύνηθες διατροφικό τους πρόγραμμα στο πλαίσιο 14 τουλάχιστον ωρών, χωρίς άλλους περιορισμούς. Εν προκειμένω και για να διαπιστωθεί αν κατανάλωναν ίδιες τροφές, οι συμμετέχοντες είχαν συμπληρώσει ένα διατροφικό ημερολόγιο κατά την πρώτη φάση.
Και στις δύο φάσεις ο νυχτερινός ύπνος ήταν περίπου 8 ώρες, ενώ στην πρώτη είχαν καταναλώσει τα τρόφιμα της ημέρας σε 9,1 ώρες κατά μέσο όρο και σε 13,4 κατά τη δεύτερη. Κατά την πρώτη φάση σημειώθηκε μια μικρή απώλεια βάρους, ωστόσο οι σημαντικότερες διαφορές έδειξαν ότι:
- με τη διαλειμματική νηστεία της πρώτης φάσης μειώθηκαν τα επίπεδα γλυκόζης 24ώρου ως αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης του σακχάρου στο αίμα κατά τη νύχτα, ενώ ο μέσος χρόνος διατήρησης της γλυκόζης στο αίμα στο φυσιολογικό εύρος τιμών αυξήθηκε σε 15,1 ώρες έναντι 12,2 ωρών για τη δεύτερη φάση
- η γλυκόζη νηστείας το πρωί ήταν σταθερά χαμηλότερη στην πρώτη φάση, γεγονός που σχετίζεται πιθανώς με τις μόνιμες αλλαγές στις τιμές της γλυκόζης τη νύχτα
- η υπογλυκαιμία (χαμηλό σάκχαρο στο αίμα) δεν σημείωσε μεγάλη αύξηση με τη διαλειμματική νηστεία ούτε αναφέρθηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, αποδεικνύοντας ότι ένα παράθυρο περίπου 10 ωρών αποτελεί ασφαλή και αποτελεσματική διατροφική παρέμβαση για ενήλικες με ΣΔ2.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι δεν παρουσιάσστηκαν σημαντικές διαφορές στο ηπατικό γλυκογόνο μεταξύ των δύο φάσεων, όπως και στην ποσότητα και σύνθεση του ηπατικού λίπους. Μεταξύ άλλων, επεσήμαναν ότι:
«Οι μηχανισμοί πίσω από τη βελτίωση της ρύθμισης της γλυκόζης χάρη στη διαλειμματική νηστεία παραμένουν ασαφείς. […] Ένα ημερήσιο διατροφικό σχήμα 10 ωρών για 3 εβδομάδες μειώνει τα επίπεδα γλυκόζης και παρατείνει το χρόνο που το σακχάρο διατηρείται σε φυσιολογικές τιμές στο αίμα ατόμων με ΣΔ2», σημειώντας καταληκτικά ότι ο περιορισμός της πρόσληψης στη διάρκεια της ημέρας αποκλειστικά και η επέκταση της διάρκειας της νυχτερινής νηστείας μπορούν να εξασφαλίσουν ευεργετικά αποτελέσματα στη μεταβολική υγεία.
Διαβάστε επίσης:
Διαβήτης τύπου 2: Τα τρόφιμα που μειώνουν τις πιθανότητες εμφάνισής του
Διαβήτης: Η διατροφή που αδυνατίζει και οδηγεί σε ύφεση της νόσου