Ο τραπεζικός τομέας εισήλθε εδώ και αρκετά χρόνια στην αγορά ασφαλιστικών προϊόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα προγράμματα Υγείας. Η επιλογή του καναλιού αγοράς ενός ασφαλιστικού συμβολαίου – είτε μέσω ασφαλιστικού διαμεσολαβητή είτε μέσω πιστοποιημένου τραπεζικού υπαλλήλου – αφήνεται στον καταναλωτή, ο οποίος καλείται να αποφασίσει σύμφωνα με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του.
Από την έναρξη αυτής της πρακτικής, αρκετοί καταναλωτές έχουν στραφεί στις τράπεζες για την αγορά συμβολαίων Υγείας, καθώς αυτές συνεργάζονται με ασφαλιστικές εταιρείες για την προώθηση των προϊόντων τους. Η εξέλιξη αυτή, που ονομάζεται «bancassurance», προκάλεσε αρχικά αντιδράσεις στους επαγγελματίες ασφαλιστές λόγω της απώλειας της αποκλειστικότητας. Ωστόσο, πρόκειται για μια παγκόσμια τάση που συνεχίζει να αναπτύσσεται, καθώς προσφέρει ευκολία και προσβασιμότητα στους πελάτες.
Στην Ελλάδα, οι μεγάλες τράπεζες έχουν αναπτύξει σημαντική δραστηριότητα στην προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων. Εκμεταλλευόμενες το κύρος τους και την άμεση πρόσβαση στους πελάτες τους, ενημερώνουν εύκολα το κοινό που διαθέτει λογαριασμούς, δάνεια ή άλλες τραπεζικές συναλλαγές. Έτσι, έχουν προσελκύσει πελάτες που παλαιότερα θα απευθύνονταν αποκλειστικά σε ασφαλιστικά γραφεία.
Στο πλαίσιο αυτό, πολλές ασφαλιστικές εταιρείες βρήκαν στις τράπεζες έναν νέο και αποτελεσματικό δίαυλο προώθησης των προϊόντων τους. Η στενή αυτή συνεργασία έχει ενισχύσει τη διακίνηση ασφαλιστικών συμβολαίων μέσω των τραπεζών, προσφέροντας στους πελάτες εύκολες λύσεις για τις ασφαλιστικές τους ανάγκες.
Όσον αφορά τα προγράμματα Υγείας που διατίθενται μέσω τραπεζών, η ανάπτυξή τους είναι πιο περιορισμένη σε σύγκριση με τα επενδυτικά και αποταμιευτικά ασφαλιστικά προϊόντα. Η διαφορά αυτή μπορεί να εξηγηθεί από τις ιδιαίτερες απαιτήσεις των προγραμμάτων Υγείας, όπως η υποστήριξη και η διαχείριση νοσηλειών. Αυτές οι ανάγκες συχνά οδηγούν τους καταναλωτές να προτιμήσουν τη συνεργασία με ένα ασφαλιστικό γραφείο, όπου λαμβάνουν εξειδικευμένη υποστήριξη και περισσότερες επιλογές.
Παρόλα αυτά, αρκετοί πελάτες επιλέγουν τις τράπεζες για την αγορά ασφαλιστικών προϊόντων – συμπεριλαμβανομένων και των προγραμμάτων Υγείας – για λόγους όπως η αίσθηση ασφάλειας που προσφέρει η συνεργασία με έναν τραπεζικό οργανισμό, η ήδη υπάρχουσα σχέση τους με την τράπεζα ή η ύπαρξη άλλων οικονομικών συναλλαγών, όπως δάνεια. Οι τράπεζες, αναγνωρίζοντας τη ζήτηση αυτή, έχουν επενδύσει στην πιστοποίηση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων, εξασφαλίζοντας έτσι την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών στους πελάτες τους.
Παρόλο που η bancassurance προσφέρει ευκολία, οι καταναλωτές πρέπει να γνωρίζουν ότι μέσω ενός ασφαλιστικού γραφείου μπορούν να ενημερωθούν για το πλήρες φάσμα ασφαλιστικών προϊόντων της αγοράς. Αντίθετα, οι τράπεζες προωθούν αποκλειστικά τα προϊόντα των συνεργαζόμενων ασφαλιστικών εταιρειών. Το ίδιο ισχύει και για τις ασφαλίσεις κατοικιών ή επιχειρήσεων που σχετίζονται με δάνεια. Ένα ασφαλιστικό γραφείο προσφέρει στους πολίτες τη δυνατότητα να επιλέξουν από περισσότερες επιλογές, επιτυγχάνοντας έτσι την καλύτερη δυνατή κάλυψη για τις ανάγκες τους.
Συμπερασματικά, η συνεργασία τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών μέσω του bancassurance αποτελεί μια σύγχρονη πρακτική με πλεονεκτήματα και περιορισμούς. Η τελική απόφαση του καταναλωτή εξαρτάται από τις προσωπικές του ανάγκες, την προτεραιότητα στην ευκολία ή τη διαθεσιμότητα επιλογών, καθώς και τη φύση της ασφαλιστικής κάλυψης που αναζητά.
Οι 3 πυλώνες που διασφαλίζουν το μέλλον της Υγείας στην Ευρώπη
Ειδικές παροχές αναβαθμίζουν τα ασφαλιστήρια υγείας – Ενημερωθείτε
Ασφάλιση – Φροντίδα: Αυτό είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην ιδιωτική υγεία