Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι παγκοσμίως υποφέρουν από σοβαρές και χρόνιες ασθένειες. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες υπολογίζεται ότι 40% του παγκόσμιου πληθυσμού και μάλιστα στον αναπτυγμένο κόσμο υποφέρει από ασθένειες, όπως οι καρδιοπάθειες και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Η αυξημένη συχνότητα των παθήσεων αυτών οδηγεί συνακόλουθα σε μεγάλη αύξηση των δαπανών υγείας σε σχέση με την αντιμετώπιση και τη θεραπεία των χρονίως πασχόντων.
Ειδικά, ο σακχαρώδης διαβήτης έχει χαρακτηριστεί σιωπηλή μάστιγα της σύγχρονης εποχής. Η νόσος κάνει την εμφάνιση της απροσδόκητα ή μέσω συμπτωμάτων που δεν υποψιάζουν αρχικά τον πάσχοντα όπως πολυδιψία, πολυουρία, πολυφαγία, κόπωση, θολή όραση, ναυτία, εμετός ή και απώλεια σωματικού βάρους. Οι δύο βασικοί τύποι διαβήτη είναι ο τύπου 1 και τύπου 2, με τον δεύτερο να κυριαρχεί όσον αφορά τη συχνότητα εμφάνισής του στον πληθυσμό.
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι πρωτίστως ένα αυτοάνοσο νόσημα, όπου το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού καταστρέφει τα παγκρεατικά κύτταρα που παράγουν την ινσουλίνη. Η νόσος συνήθως εμφανίζεται σε παιδιά και εφήβους, αλλά ορισμένες φορές και αργότερα. Ο πολύ πιο συνήθης διαβήτης τύπου 2, που συναντάται σε 9 από τις 10 περιπτώσεις διαβητικών, είναι πιο πολύπλοκος.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ γενετικών παραγόντων και δευτερευόντων μηχανισμών αντίστασης, όπως το υπερβολικό σωματικό βάρος και η απουσία άσκησης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), το κόστος ενός μη ρυθμισμένου ασθενούς με διαβήτη είναι κατά τουλάχιστον 50% υψηλότερο σε σύγκριση με το ετήσιο κόστος για έναν ασθενή, ο οποίος επιτυγχάνει ρύθμιση εντός των θεραπευτικών στόχων. Ειδικότερα το μέσο ετήσιο κόστος ανά ασθενή (ανεξαρτήτως ρύθμισης) ανέρχεται σε 2.889 ευρώ. Το μεγαλύτερο τμήμα της δαπάνης αφορά τις επιπλοκές της νόσου.
Μία από τις προκλήσεις για τον ασφαλιστικό κλάδο είναι το κόστος των διαβητικών, το οποίο αυξάνεται δυσανάλογα σε σχέση με τον συνολικό μέσο όρο όλων των ασφαλισμένων. Ο ΕΟΠΥΥ καλύπτει μόνον ένα μικρό μέρος του κόστους αυτού. Ωστόσο οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν προνοήσει και έχουν εκπονήσει ειδικά προγράμματα για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση της πάθησης όσο και των επιπλοκών της.
Το άτομο που γνωρίζει ότι πάσχει από διαβήτη και επιθυμεί να ασφαλιστεί, ακόμη και εάν είναι σε καλή κατάσταση υγείας, εξαιρείται της ασφαλιστικής νοσοκομειακής κάλυψης από όλες τις εταιρείες λόγω των επιπλοκών που μπορεί να προκύψουν στην διάρκεια της ζωής του.
Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος κατά τη στιγμή της σύναψης του συμβολαίου υγείας δεν γνώριζε την πάθησή του ή σε περίπτωση που ο διαβήτης εμφανίστηκε μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα ισχύος του συμβολαίου 3, 6, 9, 12 μήνες κτλ. ή και ανάλογα το περιστατικό, καλύπτεται από τις παροχές του συμβολαίου, πάντοτε ανάλογα με το πρόγραμμα ασφάλισης και την εταιρεία.
Επίσης πολλές εταιρίες περιλαμβάνουν στα ασφαλιστήρια συμβόλαια τις λεγόμενες εξαιρέσεις (αναγράφονται με τον όρο «εξαιρείται»). Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος αντιμετωπίζει κάποια χρόνια, αλλά διαχειρίσιμη πάθηση, όπως χολολιθίαση, καρδιακό νόσημα ή σακχαρώδης διαβήτης, μπορεί να προχωρήσει σε ασφάλιση ζωής με την προϋπόθεση ότι εάν επέλθει θάνατος από πάθηση που σχετίζεται με αυτό το πρόβλημα δεν θα αποζημιωθούν οι δικαιούχοι. Εάν όμως το απρόοπτο γεγονός επέλθει από ασθένεια διαφορετική από την χρόνια που αντιμετωπίζει (π.χ. μια νεοπλασματική ασθένεια), τότε η ασφαλιστική θα αποζημιώσει κανονικά τους δικαιούχους.
Σε ό,τι αφορά τις διαγνωστικές εξετάσεις για τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 όπως η καμπύλη σακχάρου καθώς και η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, σημειώνεται ότι αυτές καλύπτονται από τις περισσότερες εταιρίες, αλλά καλό είναι να συμβουλευτείτε τον ασφαλιστικό σας σύμβουλο πριν από κάθε εξέταση.
Διαβάστε επίσης:
Ετήσιο check-up για όλους: Τι παρέχει το ασφαλιστήριο
Ασφαλιστική αποζημίωση: Πότε κινδυνεύετε να τη χάσετε – Η μεγάλη παγίδα
Είναι η ασφάλιση το κλειδί της μακροζωίας; Επιστημονικά στοιχεία δίνουν την απάντηση