Ακόμα και οι μικρές δόσεις αντιβιοτικών έχουν αρνητική επίπτωση στην υγεία των παιδιών, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Είναι γνωστό ότι η άσκοπη χρήση των αντιβιοτικά κάνει τα βακτήρια να μεταλλάσσονται και να αναπτύσσουν αντίσταση σε αυτά. Αλλά η πλειοψηφία των ανθρώπων τείνει να πιστεύει ότι η αντίσταση τα αντιβιοτικά αφορά μόνο όσου παίρνουν αντιβιοτικά συχνά, για μεγάλα διαστήματα ή αφορά σε ασθενείς με σοβαρές παθήσεις.
Ωστόσο, οι ειδικοί του βρετανικού πανεπιστημίου υποστηρίζει ότι όλα αυτά δεν ισχύουν.
Όπως εξηγεί ο Δρ. Oliver van Hecke, Λέκτορας και Γενικός Γιατρός στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης «η λήψη αντιβιοτικών, άσκοπα ή όχι, καθιστά πιθανότερη την ανθεκτικότητα σε αυτά. Η έρευνά μας δείχνει ότι ακόμα και οι σχετικά μικρή χρήση αντιβιοτικών έχει επιπτώσεις στην υγεία θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα της άσκοπης χορήγησης αντιβιοτικών στα παιδιά. Κι αν σκεφτούμε ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αρρωσταίνουν συχνά, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να οδηγεί σε συχνή χορήγηση αντιβιοτικών, τότε τα ευρήματά μας είναι πιο επίκαιρα παρά ποτέ».
Οι επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν πάνω από 250.000 παιδιά στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι οι γενικοί γιατροί διενεργούν ετησίως πάνω από 300 εκατομμύρια ιατρικά ραντεβού και τουλάχιστον το ένα τέταρτο αφορούν παιδιά. Τα δύο τρίτα των ιατρικών ραντεβού για παιδιά αφορούν συμπτώματα όπως βήχας, πονόλαιμος ή πόνος στο αυτί, δηλαδή συνήθεις καταστάσεις για τα μικρά παιδιά.
Από την αξιολόγηση των δεδομένων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που είχαν πάρει δύο ή περισσότερες ιατρικές συνταγές με αντιβιοτικά για οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού τους προηγούμενους 12 μήνες είχαν 30% περισσότερες πιθανότητες να μην ανταποκριθούν σε επακόλουθη θεραπεία (περιλαμβανομένης της ανάγκης για παραπομπή στο νοσοκομείο και εισαγωγή) συγκριτικά με τα συνομήλικα τους που δεν είχαν πάρει αντιβιοτικά.
Ο Δρ. van Hecke διευκρινίζει ότι οι λόγοι που τα παιδιά είχαν πάρει περισσότερα αντιβιοτικά ενδεχομένως να ήταν για να καταπολεμηθούν ανθεκτικά βακτήρια. Ή λόγω διαταραχής του ευαίσθητου εντερικού μικροβιώματος τους. Δεν αποκλείεται να σχετίζονταν επίσης με τις προσδοκίες των γονέων για περαιτέρω θεραπεία και της άγνοιας τους για περιορισμένη χρήση των αντιβιοτικών στις περισσότερες παιδικές λοιμώξεις. «Είναι φυσιολογικό ο βήχας στα παιδιά να διαρκεί περισσότερο απ’ όσο εμείς οι μεγάλοι θέλουμε να πιστεύουμε. Στα μισά παιδιά διαρκεί δέκα ημέρες και σε ένα στα δέκα για έως 25 ημέρες», λέει ο ειδικός.
Και προσθέτει ότι, «φυσικά οι γιατροί θέλουν να παρέχουν τη βέλτιστη φροντίδα στους ασθενείς τους. Αλλά παλεύουν με την απόφαση να συνταγογραφήσουν ένα αντιβιοτικό -και να μειώσουν έτσι τον ατομικό κίνδυνο- έναντι της μη χορήγησης του και έτσι να μειώσουν τον συλλογικό κίνδυνο. Η απόφαση αυτή λοιπόν δεν είναι πάντα εύκολη. Και όταν δεν είναι σίγουροι, γέρνουν προς την μεριά της προσεκτικής συνταγογράφησης. Αλλά η μελέτη μας έδειξε ότι τα παιδιά που παίρνουν πολλά αντιβιοτικά είναι πιθανότερο να επισκεφθούν πάλι κάποιον επαγγελματία υγείας εντός 14 ημερών, κάτι που συνεπάγεται αυξημένο φορτίο για το σύστημα υγείας».
Ο Δρ. van Hecke καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι, εφόσον ακόμα και οι μικρές δόσεις αντιβιοτικών έχουν μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία των παιδιών, είναι ξεκάθαρο ότι όσο λιγότερα αντιβιοτικά συνταγογραφούν οι γιατροί, τόσο το καλύτερο. Και φυσικά οι ίδιοι οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες σε ότι αφορά την θεραπεία τους.