Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) στην παιδική ηλικία αποτελεί προγνωστικό δείκτη της ψυχικής υγείας του παιδιού στην προεφηβεία, ισχυρίζεται μελέτη που εκπόνησαν ερευνητές από την Ελλάδα και την Αυστραλία (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, Πανεπιστήμιο La Trobe-Μελβούρνη), με κύριους συγγραφείς τον Γιάννη Μανιό, από το Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής της Σχολή Επιστημών Υγείας και Αγωγής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου και την Bircan Erbas, από το Τμήμα Δημόσιας Υγείας, της Σχολής Ψυχολογίας και Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου La Trobe.
Σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στο BMC Public Health, τα παιδιά -και κυρίως κορίτσια- με «πολύ υψηλό» ΔΜΣ (6,4% του δείγματος), είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο για διαταραχή εικόνας σώματος και διατροφικές διαταραχές, συγκριτικά με τα παιδιά «μέσου» ΔΜΣ. Ο κίνδυνος για διαταραχή εικόνας του σώματος ήταν παρών και στην ομάδα του «υψηλού» ΔΜΣ (25,2% των παιδιών), όχι όμως και για διατροφικές διαταραχές. «Αυτό συνάδει με προηγούμενες έρευνες που δείχνουν ότι ο περιορισμός της τροφής σχετίζεται περισσότερο με την παχυσαρκία παρά με την υπερβαρότητα» ανέφεραν οι ερευνητές.
«Οι ψυχικές διαταραχές αναγνωρίζονται ως κύριες αιτίες αναπηρίας παγκοσμίως και συνδέονται με σημαντικό υγειονομικό, κοινωνικό και οικονομικό κόστος. […] Παρά το γεγονός ότι επηρεάζουν όλες τις ηλικιακές ομάδες, οι περισσότερες ψυχικές διαταραχές ξεκινούν πριν από την ηλικία των 25 ετών, με το 13% των καταθλιπτικών και το 20% των αγχωδών διαταραχών να εμφανίζονται στα μέσα της εφηβείας» ανέφεραν οι ερευνητές, επισημαίνοντας την ανάγκη εντοπισμού των πρώιμων αναστρέψιμων παραγόντων ψυχοκοινωνικής δυσφορίας.
Στοιχεία από 1.778 Ελληνόπουλα
Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από 1.778 Ελληνόπουλα 9-13 ετών, ενώ τα ανθρωπομετρικά δεδομένα από τη βρεφική ηλικία αντλήθηκαν από παιδιατρικά αρχεία υγείας. Το δείγμα προήλθε από τη Μελέτη Healthy Growth, μια μεγάλη διατομεακή μελέτη που περιλαμβάνει 2.665 μαθητές πέμπτης και έκτης δημοτικού 9-13 ετών, από δήμους της Αττικής, της Αιτωλοακαρνανίας, της Θεσσαλονίκης και του Ηρακλείου.
Η πορεία του ΔΜΣ κατά την ανάπτυξη (BMI trajectories) στο πρώτο έτος ζωής εκτιμήθηκε με τη χρήση ομαδικής μοντελοποίησης. Η συναισθηματική λειτουργία στην προεφηβεία, η αυτοεκτίμηση, η δυσαρέσκεια για την εικόνα του σώματος και οι διατροφικές πρακτικές αυτοαναφέρθηκαν μέσω επικυρωμένων ερωτηματολογίων, με ερωτήματα όπως «κατά τις τελευταίες δύο εβδομάδες, πόσο απασχολημένος/η ήσασταν με συναισθηματικά προβλήματα όπως άγχος, κατάθλιψη, ευερεθιστότητα ή μελαγχολία;».
Πρώτη μελέτη του είδους της
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη αποτελεί την πρώτη που διερεύνησε τις ψυχοκοινωνικές συνδέσεις της πορείας του ΔΜΣ στον πρώτο χρόνο ζωής με την προεφηβεία. Τα ευρήματα παρέχουν νέα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα βρεφικά πρότυπα ανάπτυξης κατά το πρώτο έτος της ζωής μπορεί να αποτελούν πρώιμους δείκτες κινδύνου για κακή ψυχοκοινωνική υγεία. Προηγούμενες έρευνες σε παιδιατρικούς πληθυσμούς, ηλικίας 6 έως 18 ετών, επικεντρώθηκαν στις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις από το σωματικό βάρος, καταλήγοντας ότι τα παιδιά και οι έφηβοι με παχυσαρκία διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για δυσφορία με το σώμα τους, για διαταραχές διατροφικών συμπεριφορών και περιορισμό της διατροφής τους, βασικούς υποκινητές των ψυχικών διαταραχών στη μεταβατική περίοδο της εφηβείας.
Παχύσαρκα παιδιά 9-13 ετών
Οι ερευνητές έδειξαν ότι τα βρέφη στις πολύ υψηλές και υψηλές πορείες ΔΜΣ στους 12 μήνες είχαν περισσότερες πιθανότητες να εξελιχθούν σε παχύσαρκα παιδιά στην ηλικία των 9-13 ετών και, κατά συνέπεια, να εμφανίσουν χειρότερη ψυχοκοινωνική υγεία. «Από αυτή την άποψη, τα ευρήματα της μελέτης μας έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τον χρόνο των παρεμβάσεων δημόσιας υγείας για τη στήριξη της μακροπρόθεσμης ψυχικής ευημερίας, ιδίως δεδομένου ότι οι ψυχικές διαταραχές των ενηλίκων συχνά ξεκινούν από την παιδική και εφηβική ηλικία» αναφέρουν, συστήνοντας αναθεώρηση των υφιστάμενων κατευθυντήριων οδηγιών για παρακολούθηση βάρους από την ηλικία των έξι ετών, όπως ισχύει στο ΗΒ και τις ΗΠΑ.
Η οικονομική κρίση του 2008
Η μελέτη δεν ανέδειξε σύνδεση της εξέλιξης του ΔΜΣ στη βρεφική ηλικία με τη συναισθηματική λειτουργία ή την αυτοεκτίμηση στην προεφηβεία. Αν και το υπερβολικό σωματικό βάρος συνδέθηκε με κακή συναισθηματική λειτουργία, η συσχέτιση ήταν πιο αδύναμη σε σύγκριση με άλλους παράγοντες.
Ωστόσο, τα ποσοστά χαμηλής συναισθηματικής λειτουργίας και αυτοεκτίμησης ήταν υψηλότερα από τα αναμενόμενα, επηρεάζοντας το 25% και το 66% του συνόλου των παιδιών. Όπως εξηγούν οι ερευνητές, τα ποσοστά θα μπορούσαν να αποδοθούν στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κατά την περίοδο συλλογής των δεδομένων, οπότε συνέπεσε με την εθνική οικονομική κρίση του 2008–2009. Η σημαντική αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας και μείωση της αυτοεκτίμησης στους νέους κατά την κρίση έχει υποστηριχθεί από πλήθος μελετών.
Δυνατά σημεία και περιορισμοί της μελέτης
Ένα ισχυρό σημείο της μελέτης ήταν η χρήση ενός μεγάλου, αντιπροσωπευτικού δείγματος μαθητών, με στοιχεία ανθρωπομετρικών μετρήσεων από τη γέννηση έως τους 12 μήνες. Ωστόσο, η μελέτη βασίστηκε σε αυτοαναφερόμενα ερωτηματολόγια για την ψυχοκοινωνική υγεία, τα οποία δεν έχουν επικυρωθεί ειδικά για τον ελληνικό πληθυσμό. Επίσης, η διατομεακή φύση της μελέτης και τα αναδρομικά δεδομένα μπορεί να έχουν επηρεάσει τα αποτελέσματα, καθώς και η επίδραση της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία να ήταν ισχυρότερη απ’ ό,τι άλλων παραγόντων.
Διαβάστε επίσης:
Οι διατροφικές διαταραχές προειδοποιούν δυο χρόνια νωρίτερα! Ποια είναι τα σημάδια
Παχυσαρκία: Δεκάδες νέα φάρμακα απώλειας βάρους στη φαρμακευτική φαρέτρα – Πότε θα έρθουν στην αγορά
Εμμονή με την εμφάνιση: Η διαταραχή που μαστίζει τους εφήβους – Ποιοι επηρεάζονται περισσότερο