*γράφουν οι Γιάννης Μακρυγιάννης, Χρήστος Μπόκας
Μια ιδιότυπη εκδοχή του «Κράμερ εναντίον Κράμερ», με ευρύτερες κοινωνικές, αλλά και πολιτικές απολήξεις, πέραν από τις προφανείς οικογενειακές, εξελίσσεται αυτές τις ημέρες στη χώρα, με αφορμή την πιο ευαίσθητη -και ενδεχομένως την πιο δύσκολη- μεταρρύθμιση που επιχειρεί αυτή η κυβέρνηση: την αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου για την ανατροφή των παιδιών μετά το διαζύγιο των γονέων και τη μετάβαση σε ένα μοντέλο μεγαλύτερης εξίσωσης των δύο ρόλων.
Το νομοσχέδιο προσπαθεί να διορθώσει καταστάσεις στις οποίες ένας γονέας θέλει να έχει πιο ενεργό ρόλο στη ζωή του παιδιού, αλλά λόγω του παρωχημένου νομικού πλαισίου και των αρτηριοσκληρωτικών αντιλήψεων σε μέρος του δικαστικού σώματος, σε συνδυασμό με τα αναχρονιστικά κοινωνικά στερεότυπα, δεν μπορεί να τον αποκτήσει. Στις περιπτώσεις όπου οι γονείς δείχνουν συναινετική διάθεση αυτό βοηθά τις διαδικασίες συνεννόησης, αλλά σαφώς ξεπερνά το κυρίαρχο μοντέλο «το παιδί σχεδόν εξ ορισμού στη μητέρα, που έχει τον πρώτο και κυρίαρχο ρόλο, ενώ ο πατέρας έχει δικαίωμα μιας στοιχειώδους επικοινωνίας, αλλά δίνεται και έμφαση στην εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεών του».
Το πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη η μετατόπιση από το «μητεροκεντρικό» σύστημα σε ένα μοντέλο «ήπιας συνεπιμέλειας» είναι και το μεγάλο στοίχημα της μεταρρύθμισης. Οπως εξηγούν έμπειροι και ψύχραιμοι ψυχολόγοι, «η αλλαγή τρομάζει τη μητέρα, που φοβάται μήπως εκθρονιστεί από τη σημερινή της εξουσία, αλλά μοιάζει απειλητική και για τον πατέρα, μήπως τον επιβαρύνει με ένα άγνωστο και διόλου οικείο ρόλο».
«Το παιδί χρειάζεται και τη μητρική και την πατρική λειτουργία εξίσου. Το φαντασιακό βέβαια διαχωρίζει τους δύο ρόλους, αλλά στις περιπτώσεις των διαζυγίων ο νομοθέτης οφείλει να προβλέψει ότι θα διασφαλιστούν και οι δύο λειτουργίες, ανεξαρτήτως φύλου, προς όφελος του παιδιού», συμπληρώνουν.
Πρόκειται για ένα τεράστιο εγχείρημα, καθώς αφορά εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες, αλλά και ένα νομικό πλαίσιο που ισχύει στη χώρα μας από το 1983. Μόνο που στις αρχές εκείνης της δεκαετίας, σχεδόν 40 χρόνια πριν, τα διαζύγια ήταν ελάχιστα, ενώ τα τελευταία χρόνια ξεπερνούν το 35% των γάμων, με τις προβλέψεις να λένε για περαιτέρω αύξηση στο εγγύς και απώτερο μέλλον. Μελετώντας τα στοιχεία, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι περισσότερα από 15.000 είναι τα ανήλικα παιδιά γάμων που καταλήγουν σε διαζύγιο κάθε χρόνο – άρα δυνητικά αφορά ενδεχομένως και κοντά στα 200.000 παιδιά. Σε πολλές περιπτώσεις η συναινετική διάθεση των γονέων λύνει το πρόβλημα, όμως και πάλι αυτό παραμένει τεράστιο. Δικαστικές αίθουσες και αστυνομικά τμήματα συγκλονίζονται από δραματικές συγκρούσεις γονέων, πρώην ζευγάρια επιδίδονται σε διαμάχες με επίκεντρο τα παιδιά τους και συχνά ολόκληρα σόγια, μέχρι και τοπικές κοινωνίες, μετατρέπονται σε πολεμικά πεδία.
Ενδεικτικό της δυσκολίας που έχει η μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου είναι ότι ούτε καν ο ΣΥΡΙΖΑ, που επέδειξε μια ευαισθησία σε δικαιωματικά ζητήματα, δεν τόλμησε να αγγίξει το συγκεκριμένο θέμα, αν και το μεγάλο ενδιαφέρον του κόσμου επιβεβαιώθηκε από την πληθώρα σχολίων που κατατέθηκαν στη δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου: 14.821 σχόλια αναρτήθηκαν στη σχετική ιστοσελίδα, περισσότερα από το σύνολο όσων κατατέθηκαν σε όλα τα τελευταία νομοσχέδια.
Το νέο πλαίσιο που προτείνεται με το νομοσχέδιο έχει προκαλέσει μια ιδιόμορφη κατάσταση, κάτι σαν ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα στο παλιό και αναχρονιστικό καθεστώς από τη μία και στο αίτημα για πλήρη εξίσωση του ρόλου των γονέων, την ουσιαστική και απόλυτη εφαρμογή δηλαδή της συνεπιμέλειας, από την άλλη.
Αποτέλεσμα αυτού είναι να μην είναι καμία πλευρά πλήρως ικανοποιημένη, αλλά όλες να διατηρούν ή να κερδίζουν σημαντικά πράγματα από τη νέα κατανομή ρόλων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αυτό ισχύει αν θέλουν να δουν το ποτήρι μισογεμάτο. Αν, όμως, επιλέξουν το μισοάδειο, τότε θέλουν να συνεχίσουν τον πόλεμο ενός διαζυγίου μέσω των παιδιών.
Οι μεν θεωρούν ότι η μεταρρύθμιση έχει στο επίκεντρο τα δικαιώματα του γονέα, δηλαδή εκείνου που ζει εκτός της αρχικής οικογενειακής εστίας, και όχι του παιδιού, το οποίο κινδυνεύει να αποσταθεροποιηθεί από τις συνεχείς μετακινήσεις (σημείωση: μιλούν για «παιδί-βαλίτσα») και εκτιμούν ότι η όλη διαδικασία θα περιπλέξει την καθημερινή λειτουργία, αφού θα δυσκολέψει τη λήψη αποφάσεων για σειρά θεμάτων, τα οποία τώρα λαμβάνονται από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί.
Οι δε χαρακτηρίζουν τουλάχιστον άτολμη τη μεταρρύθμιση, καθώς διατηρείται ο διαχωρισμός των γονέων σε δύο ταχύτητες (γονέας με τον οποίο διαμένει το παιδί και γονέας με τον οποίο επικοινωνεί) και ότι δεν προστατεύεται το βασικό δικαίωμα του παιδιού στην κοινή ανατροφή και την κοινή φροντίδα και από τους δύο γονείς του.
Εναλλασσόμενη
Παρότι δεν το παραδέχονται οι δύο πλευρές, πάντως, αντιλαμβάνονται ότι ουσιαστικά με την πρωτοβουλία του κ. Κώστα Τσιάρα ξεκίνησε μια δύσκολη και πιθανόν μεταβατική περίοδος αναπροσαρμογών όλου του σχετικού πλαισίου. Οι σκληρές θέσεις και επικρίσεις που εκφράζονται με αφορμή την εξέταση του νομοσχεδίου την περασμένη εβδομάδα από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή οφείλονται σε σημαντικό βαθμό και στην προσπάθεια πίεσης προς την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης προκειμένου έστω και την τελευταία στιγμή πριν από την ψήφισή του νομοσχεδίου στα τέλη της ερχόμενης εβδομάδας να κερδίσουν βελτιώσεις.
Κατά έναν περίεργο τρόπο εναντίον της τομής και υπέρ της διατήρησης ουσιαστικά του σημερινού προβληματικού πλαισίου είναι τα κόμματα της εξ αριστερών αντιπολίτευσης, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα Αλλαγής και το ΜέΡΑ 25, από τα οποία θα ανέμενε κάποιος να υπερθεματίσουν σε ριζοσπαστικές αλλαγές. Εξίσου έκπληξη αποτελεί και το γεγονός ότι εναντίον του νομοσχεδίου τάσσονται δύο εκ των κορυφαίων κοινοβουλευτικών στελεχών της Ν.Δ., οι κυρίες Μαριέττα Γιαννάκου και Ολγα Κεφαλογιάννη, οι οποίες μάλιστα κατέθεσαν όχι μία, ούτε δύο, αλλά δέκα τροπολογίες, απορρίπτοντας στην πραγματικότητα πέρα από το 1/4 των άρθρων και το πνεύμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης.
Οι τομές και τα σημεία τριβής
Οι μεγάλες αλλαγές που φέρνει το νομοσχέδιο είναι οι εξής, σύμφωνα και με την αξιολόγηση που κάνει ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης. Πρώτον, προβλέπεται η από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας μετά τον χωρισμό, ρύθμιση που αφορά και τα παιδιά εκτός γάμου που έχουν αναγνωριστεί. Το «εξίσου και από κοινού» είναι το σημείο όπου δίνει έμφαση το υπουργείο. Οι εντάσεις είναι τεράστιες στο μέτωπο αυτό, καθώς εγείρονται οι επιφυλάξεις από την πλευρά που απορρίπτει τις ρυθμίσεις για το πώς θα λαμβάνονται οι αποφάσεις στην καθημερινότητα. «Θα μπορεί να πηγαίνει το παιδί στον γιατρό ο γονιός με τον οποίο θα διαμένει το παιδί ή θα πρέπει να τηλεφωνήσει και να πάρει έγκριση από τον άλλο;» είναι ένα χαρακτηριστικό ερώτημα. Θεωρούν δηλαδή ότι το νομοσχέδιο θα προσθέσει προβλήματα αντί να λύσει – από τις πολυδιατυπωμένες ενστάσεις της κυρίας Κεφαλογιάννη είναι η συγκεκριμένη.
Το δεύτερο πεδίο σύγκρουσης πυροδοτείται απ’ όσους λένε ότι το νομοσχέδιο είναι άτολμο και αφορά τη μη πρόβλεψη για τη λεγόμενη «εναλλασσόμενη κατοικία». Ο σαφής προσδιορισμός για «γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί και γονέα με τον οποίο επικοινωνεί» κάνει την απέναντι πλευρά να βγαίνει από τα ρούχα της. «Ο γονιός δεν επικοινωνεί, ανατρέφει το παιδί. Με το παιδί επικοινωνούν μόνο οι τρίτοι», σημειώνουν. Πάντως η μη πρόβλεψη για «εναλλασσόμενη κατοικία» είναι και ο βασικός λόγος που το νομοσχέδιο θεωρείται συμβιβαστικό και δεν οδηγεί σε αυτό που λέγεται «απόλυτη συνεπιμέλεια».
Το τρίτο μέτωπο της σύγκρουσης εκδηλώνεται επειδή θεσπίζεται το λεγόμενο «μαχητό κριτήριο», προβλέπεται δηλαδή ότι το παιδί θα περνάει με τον γονέα που δεν θα διαμένει μαζί του το 1/3 του χρόνου. Μέχρι τώρα ο χρόνος αυτός δεν ήταν καθόλου προσδιορισμένος ή σίγουρος, αν και συνήθως πρόκειται για δύο Σαββατοκύριακα τον μήνα, ένα απόγευμα μέσα στην εβδομάδα και κάποιες μέρες μέσα στις διακοπές.
«Θα αναγκάσετε τους δικαστές με το κομπιουτεράκι να μετρούν τις ώρες και τον χρόνο. Πιστεύω ότι μια κατεύθυνση του τύπου “η ευρύτερη δυνατή επικοινωνία”, θα ήταν πάρα πολύ χρήσιμη, λυσιτελής και θα απελευθέρωνε τη δυνατότητα των δικαστών να αποφασίσουν, με βάση το συγκεκριμένο θέμα που έχουν να λύσουν. Το 1/3 δεν εξυπηρετεί», υποστήριξε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος.
«Ποιος θα είναι τελικά ο συνολικός χρόνος, ο οποίος εν συνεχεία θα πρέπει να διαιρεθεί για να φτάσουμε στο αποτέλεσμα του 1/3; Αφορά τον συνολικό χρόνο στη ζωή του παιδιού; Δηλαδή, όλο το έτος; Oλη την εβδομάδα; Oλο το 24ωρο; Ακόμα και τον χρόνο τον οποίο αφιερώνει στον ύπνο του;» ήταν η απορία της κυρίας Νάντιας Γιαννακοπούλου από το ΚΙΝ.ΑΛ.
Το τέταρτο σημείο για το οποίο γίνεται μεγάλος ντόρος είναι η περίπτωση κατά την οποία ένας γονέας είναι ή θεωρείται κακοποιητής. Η αρχική πρόθεση ήταν να μην απαγορεύεται η επαφή του με το παιδί προτού υπάρξει οριστική και αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αλλά με τους αργούς ρυθμούς που αποφασίζει η Ελληνική Δικαιοσύνη δεν θα είχε κανένα νόημα η όλη πρόβλεψη. Η πλευρά που εκφράζουν οι κυρίες Γιαννάκου και Κεφαλογιάννη κατέθεσε τροπολογία ζητώντας να αρκεί μία «διαπιστωμένη πράξη» για ενδοοικογενειακή βία. Η μέση λύση βρίσκεται κατά τα φαινόμενα στο σκέτο «οριστική», να είναι δηλαδή αρκετή μία πρωτόδικη απόφαση. Οι σύλλογοι της συνεπιμέλειας ζητούν να εκδικάζονται αυτές οι υποθέσεις μέσα σε δύο μήνες, αλλά και να τιμωρείται παραδειγματικά εκείνος ο γονέας που θα συκοφαντήσει τον άλλο για κάτι τέτοιο προκειμένου να κερδίσει το παιδί – ούτε ο συγγραφέας Εϊβερι Κόρμαν, στο βιβλίο του οποίου βασίστηκε το «Κράμερ εναντίον Κράμερ», τέτοια φαντασία.
Από τη στιγμή που το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν πήγε στη λύση των οικογενειακών δικαστηρίων που υπάρχουν στο εξωτερικό, ο κ. Τσιάρας επέλεξε μια διπλή παρέμβαση ώστε να αντιμετωπιστεί το χάλι με τις ανηλεείς δικαστικές μάχες των διαζευγμένων. Αφενός εντάσσεται στην όλη διαδικασία για την εξεύρεση λύσεων η διαμεσολάβηση, ώστε να μη φτάνουν όλες οι υποθέσεις στις δικαστικές αίθουσες. Και αφετέρου επιχειρείται η προσαρμογή του δικαστικού σώματος στις νέες πρόνοιες και γι’ αυτό θα οργανωθούν σε συνεργασία με την Εθνική Σχολή Δικαστών σε επιμορφωτικά σεμινάρια για 900 σπουδαστές. Αυτό με τη νοοτροπία πολλών δικαστών που αποφασίζουν αναγνωρίζοντας a priori ως κυρίαρχο ρόλο αυτόν της μητέρας, απασχόλησε ιδιαίτερα το υπουργείο, το οποίο ελπίζει να αλλάξει σιγά-σιγά τη συγκεκριμένη νοοτροπία, η οποία έρχεται από τόσο μακριά, που ακόμα και στην επιτυχημένη σειρά «Αγριες Μέλισσες», που εκτυλίσσεται πριν από 55 ολόκληρα χρόνια, η δικαστής φέρεται εξαρχής να επιλέγει και τελικά να δίνει την επιμέλεια του μικρού Σέργιου στις… δύο μάνες (τη βιολογική και εκείνη που τον μεγαλώνει), παρότι ο πατέρας είναι υπόδειγμα γονιού.
Ουσιαστικά το όλο θέμα αγγίζει τις σκληρές γραμμές μιας βαθύτερης νοοτροπίας, αφού στο συλλογικό ασυνείδητο η μητέρα είναι ιερό σύμβολο και δεν αγγίζεται. Και εδώ ίσως αποδειχθεί και το δυσκολότερο κομμάτι στην όλη μεταρρύθμιση.
Υπέρμαχοι
«Η εναλλασσόμενη κατοικία έχει οφέλη. Ακούγονται φωνές στον δημόσιο διάλογο που υποστηρίζουν ότι η εναλλασσόμενη κατοικία καθιστά το παιδί μπαλάκι και δημιουργεί συνθήκες αστάθειας. Ωστόσο, η σταθερότητα που τόσο χρειάζεται ένα παιδί έγκειται κατά βάση στη σταθερότητα των σχέσεων, στη σταθερή επαφή και με τους δύο γονείς και στη συστηματική συμμετοχή τους στην καθημερινότητα του παιδιού».
Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού, επίκουρη καθηγήτρια Νευροψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας.
«Κακώς απαγορεύεται η εναλλασσόμενη διαμονή του παιδιού στα δύο σπίτια κατά το συναινετικό διαζύγιο. Είναι ορθή η κοινή γονική μέριμνα και επιμέλεια των δύο γονέων που εισάγει το νομοσχέδιο. Είναι όμως λάθος η κατά κανόνα αφαίρεση της φροντίδας και η διάκριση των γονέων σε δύο είδη. Δεν μπορούν να ισχύουν διαφορετικά πράγματα για διαφορετικά παιδιά, γιατί δήθεν κάθε παιδί είναι ιδιαίτερο. Ολα τα παιδιά στον κόσμο, σε όλα τα μέρη του κόσμου, έχουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα».
Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, πρόεδρος του Συλλόγου «Συνεπιμέλεια».
«Ενα κορίτσι 10 χρόνων, με τακτοποιημένο δωμάτιο, που ασχολείται με πιάνο και κολύμβηση, αλλά ζει μόνο με τη μητέρα του ανατρέφεται μόνο από αυτή και διανυκτερεύει στο σπίτι του πατέρα της δύο βράδια από τα 30 του μήνα, κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, είναι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ένα παιδί με ψυχολογικά προβλήματα κι αυτό όχι γιατί η μητέρα δεν ασκεί ορθά το καθήκον της, αλλά γιατί το παιδί χρειάζεται και τον πατέρα του. Αυτή η κατάσταση επιτέλους θα ανατραπεί εάν το νομοσχέδιο αυτό ψηφιστεί».
Αναστάσιος Βαλτούδης, καθηγητής Αστικού Δικαίου του ΑΠΘ και εκπρόσωπος της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών.
Αντίθετοι
«Το νομοσχέδιο δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα στην ήδη δυσχερή κατάσταση για τα παιδιά και τις μητέρες, δεν περιλαμβάνει καμία μέριμνα για όλες αυτές τις γυναίκες που περιμένουν μάταια τις αποφάσεις των δικαστηρίων, που ζουν στην ένδεια και τη φτώχεια αυτές και τα παιδιά τους. Αυτές τις γυναίκες που πέφτουν κατά κόρον θύματα ενδοοικογενειακής βίας, από την οποία δεν γλιτώνουν ούτε μετά το διαζύγιο».
Αναστασία Γκολιομύτη, πρόεδρος του Σωματείου Γυναικείων Δικαιωμάτων «Το Μωβ».
«Διαφωνώ με τη συνεπιμέλεια, το επίμαχο ζήτημα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και μετά από εξατομίκευση της κάθε υπόθεσης και να μην επιβάλλεται οριζόντια».
Κατερίνα Χάρη, πρόεδρος της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδος – Ενωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων.
«Διαφωνούμε με την καθιέρωση της ισόχρονης επιμέλειας. Θεωρούμε ότι η πρόβλεψη της εξίσου εξακολούθησης άσκησης της επιμέλειας θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα».
Δημήτρης Δημητρουλόπουλος, εκπρόσωπος της Ολομέλειας Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας.
Ζητά αλλαγές
«Το νομοσχέδιο όφειλε να είναι πιο τολμηρό προς την κατεύθυνση της πλήρους εξασφάλισης κοινής ανατροφής των παιδιών, όπως άλλωστε προτάσσει η υποχρέωση της χώρας έναντι των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα του παιδιού, με φυσική και νομική συνεπιμέλεια, εναλλασσόμενη κατοικία και ισοκατανομή του χρόνου του τέκνου μεταξύ των γονέων».
Ανδρέας Ποττάκης, επικεφαλής του Συνηγόρου του Πολίτη.