Ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ ανακοίνωσαν ότι ανέπτυξαν ένα τεστ ούρων υψηλής ευαισθησίας για την ταχύτερη και καλύτερη διάγνωση και παρακολούθηση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
Σύμφωνα με άρθρο του Cancer Discovery, η νέα διαγνωστική προσέγγιση για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι τα ούρα έχουν άμεση συσχέτιση με του όγκους της ουροδόχου και μάλιστα μέρος του καρκινικού DNA εμπεριέχεται μέσα σ’ αυτά.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι από τους συχνότερους καρκίνους παγκοσμίως. Η πιο εύστοχη μέθοδος διάγνωσης προς το παρόν είναι με κυστεοσκόπηση, μια επεμβατική διαδικασία εξέτασης της ουροδόχου κύστης για τη λήψη ιστολογικού δείγματος προς εξέταση.Ένας άλλος τρόπος είναι η αναζήτηση καρκινικών κυττάρων στα ούρα μέσω κυτταρολογικής ανάλυση, αλλά δυστυχώς υπολείπεται ευαισθησίας η συγκεκριμένη διαγνωστική μέθοδος.
Η νέα μελέτη έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες παρατηρήσεις της ίδιας επιστημονικής ομάδας, υπό τους Maximilian Diehn, επίκουρου καθηγητή Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας και Ash Alizadeh, επίκουρου καθηγητή Ιατρικής στο αμερικανικό πανεπιστήμιο.
Οι ερευνητές έχουν αποδείξει ήδη ότι είναι εφικτή η ανίχνευση ορισμένων μορφών καρκίνου δια της αναζήτησης κλασμάτων DNA των όγκων στην αιματική κυκλοφορία με CAPP-Seq, δηλαδή τον εξατομικευμένο προσδιορισμό του καρκίνου για εν τω βάθει αλληλουχίας. Στην παρούσα μελέτη οι επιστήμονες τροποποίησαν μοριακές και βιο-πληροφοριακές πτυχές της CAPP-Seq για να την εφαρμόσουν στη διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
Με τη νέα μέθοδο ανέλυσαν δείγματα αίματος από 67 υγιείς εθελοντές και 118 ασθενείς με πρώιμου σταδίου καρκίνο της ουροδόχου κύστης που είτε είχαν δώσει δείγματα ούρων πριν τη θεραπεία κατά τη φάσης συντήρησης.
Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι δια της ανάλυσης των ούρων μπορούσαν να ανιχνεύσουν τον καρκίνο σε πολύ πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, όταν δηλαδή μπορούσε να αντιμετωπιστεί η νόσος πιο εύκολα. Μάλιστα, κατάφεραν με την CAPP-Seq να εντοπίσουν σωστά τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης στο 83% των ασθενών με πρώιμου σταδίου νόσο, συγκριτικά με το 14% του κυτταρολογικού τεστ ούρων.
Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της νέα διαγνωστικής τακτικής είναι η ικανότητά της να ανιχνεύει την υποτροπή του καρκίνου της ουροδόχου κύστης. «Στα δείγματα που αναλύσαμε μπορέσαμε να ανιχνεύσουμε την υποτροπή κατά μέσο όρο 2,7 μήνες νωρίτερα από την κυστεοσκόπηση», σημειώνει ο Δρ. Alizadeh.
Με τη νέα προσέγγιση εντόπισαν επίσης όλες σχεδόν τις περιπτώσεις υποτροπής του καρκίνου της ουροδόχου κύστης, γεγονός που υποδεικνύει διπλάσια ευαισθησία από αυτή της κυστεοσκόπησης και της κυτταρολογικής ανάλυσης.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτού του είδους η διαγνωστική τακτική θα μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες μορφές καρκίνου, όπως για παράδειγμα με λήψη δείγματος σιέλου για τον καρκίνο της στοματικής κοιλότητας ή πτυέλων για τον καρκίνο του πνεύμονα.