Μία νέα μέθοδος προβλέπει με ακρίβεια τις ανεπιθύμητες δράσεις των φαρμακευτικών ουσιών. Η νέα τεχνική αναπτύχθηκε από τους ερευνητές του Skoltech και του Κέντρου Ερευνών για την Περιβαλλοντική Υγεία Helmholtz Zentrum της Γερμανίας που υποστηρίζουν ότι μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια τις παρενέργειες των φαρμακευτικών ουσιών. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Journal of Chemical Information and Modeling. Να σημειώσουμε ότι η ένταση των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζει την τοξικότητα και την ασφάλεια χρησιμοποίησης ενός φαρμάκου, επειδή ακριβώς αντικατοπτρίζει τον κλινικό δείκτη ασφάλειας.
Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι κάθε νέο φάρμακο που διατίθεται στην αγορά πρέπει να είναι τόσο αποτελεσματικό όσο και ασφαλές, επομένως οι πρώτες κλινικές δοκιμές του επικεντρώνονται πάντα στην ασφάλεια και την εκτίμηση της τοξικότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων της Αμερικής (FDA), περίπου το 30% των υποψήφιων φαρμάκων τελικά απορρίπτεται, αφού προηγουμένως έχουν δαπανηθεί δεκάδες εκατομμύρια δολάρια και χιλιάδες ώρες εργασίας για την ανάπτυξή τους.
Πιο αναλυτικά, οι επιστήμονες ανέπτυξαν μια τεχνολογία βελτιωμένης πρόβλεψης της τοξικότητας των υπό δοκιμή φαρμάκων, η οποία βασίζεται σε αλγόριθμους και στην ανάλυση πολλών διαθέσιμων τύπων τοξικότητας ταυτόχρονα. Μέχρι σήμερα οι αντίστοιχες προβλέψεις βασίζονταν στα δεδομένα ενός μόνο τύπου τοξικότητας. Για το λόγο αυτό οι συγγραφείς της μελέτης δημιούργησαν ένα δίκτυο ικανό να προβλέψει διάφορους τύπους τοξικότητας ταυτόχρονα. Για τον σχεδιασμό του μοντέλου των αλγορίθμων, χρησιμοποίησαν δεδομένα από περισσότερες από 70.000 ουσίες που ταξινομήθηκαν σε 29 διαφορετικούς τύπους, σύμφωνα με το πειραματόζωο στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι δοκιμές και τον τρόπο χορήγησης του φαρμάκου. Να σημειωθεί ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες ενός φαρμάκου εξαρτώνται, από τον οργανισμό στον οποίο χορηγούνται, αλλά και από το αν αυτό λαμβάνεται μαζί με τα γεύματα, αν χορηγείται ενέσιμα ή αν εφαρμόζεται πάνω στο δέρμα.
Οι ερευνητές συνέκριναν το πολλαπλό μοντέλο τους με άλλα «μονά» μοντέλα πρόβλεψης τοξικότητας και ανακάλυψαν ότι η τελική ποιότητα πρόβλεψης είναι μακράν υψηλότερη, όταν χρησιμοποιούνται πολλοί τύποι τοξικότητας στο μοντέλο ελέγχου. Προσπαθώντας να ερμηνεύσουν αυτό το αποτέλεσμα, οι συγγραφείς υπέθεσαν ότι υπάρχουν πολλοί τύποι τοξικότητας που αλληλοσυνδέονται, γεγονός που βοηθά το δίκτυο να παράγει ακριβέστερα μοτίβα.
Οι συγγραφείς, με επικεφαλής τον Sergey Sosnin, κατέστησαν τα μοντέλα τους διαθέσιμα στο διαδίκτυο, έτσι ώστε ο οποιοσδήποτε χημικός ερευνητής να μπορεί να κάνει μια προκαταρκτική αξιολόγηση της τοξικότητας μιας υποψήφιας φαρμακευτικής ουσίας για διάφορα είδη ζώων. Μακροπρόθεσμα, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι θα αποκτήσουν έναν τρόπο ακριβούς πρόβλεψης της τοξικότητας των φαρμάκων και για τους ανθρώπους, καθιστώντας τη φαρμακευτική διαδικασία λιγότερο δαπανηρή και περισσότερο παραγωγική.