Μια νεότερη μελέτη από το NYU Langone Health και το Κέντρο Καρκίνου Perlmutter, δημοσιευμένη στο The Lancet Oncology, αναδεικνύει τον ρόλο του κυκλοφορούντος καρκινικού DNA (ctDNA) ως προγνωστικού βιοδείκτη για την υποτροπή του μελανώματος σταδίου III. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η μέτρηση του ctDNA πριν και μετά τη θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στον έγκαιρο εντοπισμό επανεμφάνισης της νόσου και στην εξατομίκευση της θεραπείας.
Υψηλός κίνδυνος υποτροπής σε ασθενείς με ανιχνεύσιμο ctDNA
Σύμφωνα με τους ερευνητές, περίπου το 80% των ασθενών με μελάνωμα σταδίου III που είχαν ανιχνεύσιμα επίπεδα ctDNA στο αίμα τους πριν την έναρξη θεραπείας παρουσίασαν υποτροπή. Επιπλέον, η υποτροπή σημειώθηκε 4 φορές ταχύτερα σε αυτούς τους ασθενείς σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν ανιχνεύσιμο ctDNA. «Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι οι εξετάσεις κυκλοφορούντος καρκινικού DNA δύνανται να βοηθήσουν τους ογκολόγους να εντοπίσουν ποιοι ασθενείς με μελάνωμα είναι πιο πιθανό να ανταποκριθούν καλά στη θεραπεία», δήλωσε η Mahrukh Syeda, MS., επικεφαλής της μελέτης και ερευνήτρια στο Τμήμα Δερματολογίας Ronald O. Perlman της Ιατρικής Σχολής NYU Grossman.
Η ανίχνευση του ctDNA παραμένει κρίσιμη και μετά την έναρξη της θεραπείας. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σχεδόν όλοι οι ασθενείς με θετικό ctDNA σε χρονικά σημεία όπως οι 3, 6, 9 ή 12 μήνες μετά τη θεραπεία υπέστησαν υποτροπή. Αντίθετα, ασθενείς στους οποίους το ctDNA εξαφανίστηκε ή παρέμεινε μη ανιχνεύσιμο είχαν σημαντικά καλύτερη πρόγνωση.
Ανώτερη προγνωστική αξία σε σχέση με άλλες εξετάσεις
Το ctDNA αποδείχθηκε καλύτερο ή ισοδύναμο με άλλες εξετάσεις που βασίζονται στον ίδιο τον όγκο. Ειδικά για το στάδιο III του μελανώματος, όπου τα καρκινικά κύτταρα έχουν ήδη εξαπλωθεί στους λεμφαδένες, η παρακολούθηση της υποτροπής με κλασικές απεικονιστικές μεθόδους, όπως οι αξονικές τομογραφίες, είναι συχνά ανεπαρκής. Το ctDNA έρχεται να καλύψει αυτό το κενό, προσφέροντας «μια σαφή, άμεση μέτρηση της ίδιας της νόσου», σύμφωνα με τον Δρ. David Polsky, MD, Ph.D, συν-συγγραφέα της μελέτης και καθηγητή Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή NYU Grossman. Επιπλέον, προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι εξετάσεις ctDNA ανιχνεύουν με ακρίβεια την εξέλιξη του καρκίνου του παχέος εντέρου και του μαστού, μεταξύ άλλων.
Η μέθοδος βασίζεται στην ανίχνευση γενετικών μεταλλάξεων, οι οποίες απελευθερώνονται στο αίμα από τα καρκινικά κύτταρα κατά τη διάρκεια του κυτταρικού θανάτου. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν προηγμένες τεχνικές ψηφιακής μοριακής μεθόδου ανάλυσης (PCR) για να μετρήσουν αυτά τα θραύσματα DNA, αξιοποιώντας δείγματα αίματος από περίπου 600 ασθενείς που συμμετείχαν σε προηγούμενη κλινική μελέτη σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Αυστραλία και λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, όπως το φύλο και η ηλικία.
Προοπτικές για το μέλλον: Καλύτερη πρόγνωση – έγκαιρη παρέμβαση
Παρότι οι μετρήσεις του ctDNA έχουν ήδη δείξει πολύ καλή ακρίβεια στην πρόγνωση και παρακολούθηση της νόσου, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι δεν είναι ακόμη τέλειες. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου ο καρκίνος υποτροπίασε, παρά το γεγονός ότι οι αρχικές εξετάσεις ctDNA ήταν αρνητικές. Για το λόγο αυτό, η ομάδα σχεδιάζει να βελτιώσει περαιτέρω την ευαισθησία της μεθόδου και να διερευνήσει -σε κλινικό πλαίσιο – εάν η χρήση του ctDNA ως εργαλείο λήψης θεραπευτικών αποφάσεων μπορεί να βελτιώσει την επιβίωση και την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η μελέτη, η μεγαλύτερη του είδους της για το μελάνωμα σταδίου III, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι μετρήσεις ctDNA πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας μπορούν να εντοπίσουν τους ασθενείς με υψηλό κίνδυνο υποτροπής, ενδεχομένως καθοδηγώντας πιο αποτελεσματικές και στοχευμένες παρεμβάσεις στο μέλλον.
Διαβάστε επίσης
Μελάνωμα: Η «αθώα» δερματική πάθηση που αυξάνει τον κίνδυνο
Καρκίνος Δέρματος: Γιατί κινδυνεύουν περισσότερο οι άνδρες – Τα μέτρα προστασίας