Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Τέξας βρήκαν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι η αντίσταση στην «ορμόνη της πείνας», τη γκρελίνη που βρίσκεται στον εγκέφαλο, συνδέεται με γνωστικές βλάβες και απώλεια μνήμης, φαινόμενα σχετικά με τη νόσο Αλτσχάιμερ. Τα ευρήματα της έρευνας που δημοσιεύθηκε στο Science Translational Medicine υποδεικνύουν επίσης μια πιθανή θεραπευτική στρατηγική για την νευροεκφυλιστική διαταραχή που δεν επιδέχεται θεραπείας.

Η γκρελίνη παράγεται στο στομάχι και στέλνει σήματα στον εγκέφαλο τα οποία ρυθμίζουν την ενεργειακή ισορροπία και το βάρος του σώματος. Πολλοί την αποκαλούν «ορμόνη της πείνας», γιατί παίζει ρόλο στην όρεξη και την έναρξη ενός γεύματος, αλλά η γκρελίνη εμπλέκεται επίσης στις διαδικασίες της μάθησης και της μνήμης.

Ο ιππόκαμπος είναι μια περιοχή του εγκεφάλου κρίσιμη για τη μάθηση, τη μνήμη και τα συναισθήματα και είναι από τις πρώτες που υφίστανται κυτταρικό θάνατο και βλάβες από τη νόσο Αλτσχάιμερ λόγω της συσσώρευσης της τοξικής πρωτεΐνης β-αμυλοειδές. Σε έναν υγιή ιππόκαμπο, η γκρελίνη δεσμεύεται από τους υποδοχείς της, οι οποίοι συνδυάζονται με δύο άλλους υποδοχείς που ενεργοποιούνται με παρόμοιο τρόπο, τους νευροδιαβιβαστές της ντοπαμίνης. Τα δύο είδη υποδοχέων στη συνέχεια σχηματίζουν ένα σύνολο πρωτεϊνών που βοηθά στη διατήρηση της επικοινωνίας μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων και τελικά στη μνήμη.

Στη νέα αυτή μελέτη, ο Δρ. Heng Du, αναπληρωτής καθηγητής Επιστημών Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, βρήκε ότι το β-αμυλοειδές δεσμεύει τους υποδοχείς της γκρελίνης στον ιππόκαμπο, εμποδίζοντας την ικανότητά τους να συνδυαστούν με τους υποδοχείς της ντοπαμίνης.

«Η θεωρία μας είναι ότι η αποσύνδεση μεταξύ των υποδοχέων γκρελίνης και ντοπαμίνης μπορεί να είναι αυτή που επηρεάζει τη γνωστική ικανότητα στους πάσχοντες από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Καθώς ο εγκέφαλος χάνει τη λειτουργία των υποδοχέων της γκρελίνης λόγω του β-αμυλοειδούς, το σώμα προσπαθεί να ισοσταθμίσει την κατάσταση αυξάνοντας τη γκρελίνη και τους υποδοχείς της. Το β-αμυλοειδές όμως αποτρέπει αυτή τη λειτουργία», δηλώνει ο Δρ. Du.

Ο ειδικός παρομοίασε αυτή την κατάσταση με την αντίσταση στην ινσουλίνη που παρατηρείται στους ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2. Σε αυτή την πάθηση, είναι οι υποδοχείς ινσουλίνης που υπολειτουργούν.

Ο ίδιος τονίζει ότι τα νέα αυτά ευρήματα βοηθούν να εξηγήσουμε γιατί μια πρόσφατη κλινική δοκιμή ενός μείγματος που λέγεται MK0677, σχεδιασμένο να ενεργοποιεί τους υποδοχείς της γκρελίνης στον εγκέφαλο, αποδείχθηκε ανίκανο να καθυστερήσει την εξέλιξη της νόσου Αλτσχάιμερ.

Δοκιμάζοντας μια διαφορετική προσέγγιση στο πειραματόζωο με νόσο Αλτσχάιμερ, η ομάδα του Δρ. Du έδωσε στο ποντίκι το MK0677 και ταυτόχρονα ένα άλλο μείγμα, το SKF81297 που ενεργοποιεί τους υποδοχείς ντοπαμίνης.

«Όταν δώσαμε στο τρωκτικό ταυτόχρονα τα δύο μείγματα, είδαμε βελτίωση στη γνωστική του ικανότητα και στη μνήμη, ενώ παράλληλα μειώθηκαν οι βλάβες στον ιππόκαμπο. Το κλειδί ήταν στην ταυτόχρονη ενεργοποίηση και των δύο υποδοχέων, καθώς έτσι αποκαταστάθηκε η ικανότητά τους να σχηματίζουν σύνολα. Όταν αυτό συμβαίνει, πιστεύουμε ότι ο υποδοχέας γκρελίνης είναι προστατευμένος και δεν δεσμεύεται πλέον από το β-αμυλοειδές.

Πάντως ο Δρ. Du τονίζει ότι τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι η νόσος Αλτσχάιμερ μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από μια πάθηση του εγκεφάλου.

«Καθώς μεγαλώνουμε, βιώνουμε αλλαγές στον μεταβολισμό μας, πράγμα που επηρεάζει την καρδιά και το γαστρεντερικό μας σύστημα. Μπορεί, όμως, να επηρεάζει επίσης και τον εγκέφαλο, μεταβάλλοντας τους υποδοχείς της γκρελίνης. Γνωρίζουμε ακόμα ότι πολλοί ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα μνήμης, φαινόμενο που θα μπορούσε να σχετίζεται με την αποσύνδεση μεταξύ των υποδοχέων στον εγκέφαλου, ακόμα και χωρίς την παρουσία του αμυλοειδούς. Αρχίζουμε, λοιπόν, να πιστεύουμε ότι η νόσος Αλτσχάιμερ είναι μια συστημική διαταραχή και ότι πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή στα μεταβολικά και ορμονικά μονοπάτια της ασθένειας», καταλήγει ο επιστήμονας.

Σίγουρα χρειάζονται περισσότερες έρευνες, αλλά η στόχευση αυτού του μηχανισμού μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη σε θεραπευτικό επίπεδο.