Συμπτώματα, όπως διάρροια, πόνο στο στομάχι και απώλεια βάρους βιώνουν οι ασθενείς με φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου (ΙΦΝΕ), με αποτέλεσμα να επηρεάζεται δραστικά η καθημερινότητά τους. Η διάγνωση μιας τέτοια πάθησης, όπως η νόσος Crohn ή η ελκώδης κολίτιδα, γίνεται εκ των υστέρων και με βάση τα παραπάνω συμπτώματα. Τι θα γινόταν, όμως, σε περίπτωση που μια εξέταση θα μπορούσε να εντοπίσει νωρίτερα τη νόσο;
Σύμφωνα με νεότερη μελέτη, οι εξετάσεις αίματος ενδεχομένως να είναι σε θέση να ανιχνεύσουν σημάδια επικείμενης ΙΦΝΕ έως και οκτώ χρόνια πριν από τη διάγνωση της νόσου Crohn και έως και τρία χρόνια πριν από την ελκώδη κολίτιδα. Οι συγγραφείς της μελέτης από το Ινστιτούτο Francis Crick και το Πανεπιστήμιο Aalborg της Κοπεγχάγης θεωρούν ότι η εργασία τους θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία στους γιατρούς να επέμβουν προληπτικά πριν την έναρξη των συμπτωμάτων συνταγογραφώντας τα ανάλογα φαρμακευτικά σκευάσματα.
Μέχρι στιγμής, και οι δύο παθήσεις θεωρούνται ανίατες ενώ οι γιατροί τονίζουν τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης όσον αφορά στη βελτίωση των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων της υγείας, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί τον κανόνα. Η πλειονότητα των γιατρών και των επιστημόνων εκτιμά ότι οι περισσότεροι ασθενείς αρχίζουν να εμφανίζουν συμπτώματα ΙΦΝΕ περίπου ένα χρόνο πριν από τη διάγνωσή τους, αλλά θα μπορούσε και να είχε προηγηθεί σημαντική βλάβη του εντέρου.
Για να καταλήξουν σε αυτά τα νέα ευρήματα, οι συγγραφείς της μελέτης χρησιμοποίησαν τα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας ατόμων που διαμένουν στη Δανία και συγκρίνοντας 20.000 άτομα με διαγνωσμένη ΙΦΝΕ με 4,6 εκατομμύρια υγιή άτομα που δεν έπασχαν από τη νόσο. Οι συγγραφείς της μελέτης μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν τις υποθέσεις τους σχετικά με τις μετατοπίσεις που συντελούνται νωρίτερα, αναλύοντας τα αποτελέσματα εξετάσεων μιας δεκαετίας πριν από τη διάγνωση.
Πιο συγκεκριμένα, αξιολόγησαν τις αλλαγές σε μια σειρά από μέταλλα, κύτταρα του αίματος και δείκτες φλεγμονής. Σε αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνονταν και η καλπροτεκτίνη των κοπράνων (η καλπροτεκτίνη είναι μια πρωτεΐνη που δεσμεύει το ασβέστιο και εκκρίνεται κυρίως από ουδετερόφιλα και μονοκύτταρα – η μέτρησή της στα κόπρανα αποτελεί έναν δείκτη νεοπλασματικών και φλεγμονωδών νοσημάτων του γαστρεντερικού). Η ομάδα παρατήρησε αλλαγές έως και οκτώ χρόνια πριν από τη διάγνωση της νόσου του Crohn και έως και τρία χρόνια πριν από τη διάγνωση της ελκώδους κολίτιδας.
Ένα από τα κυριότερα ευρήματα αποτελούσε το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις πρώιμες αλλαγές που παρατηρήθηκαν ήταν δυσδιάκριτες και θα εμφανίζονταν εντός του φυσιολογικού εύρους των καθιερωμένων εξετάσεων αίματος, διαφεύγοντας έτσι την ιατρική ανίχνευση.
Μελλοντικά, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα επόμενα βήματά τους είναι να διερευνήσουν αν η θεραπεία ή η πρόληψη έχει αντίκτυπο πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων και να καθορίσουν αν αυτά τα ευρήματα μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω για να προβλέψουν ποιος θα αναπτύξει ΙΦΝΕ στο μέλλον.
Διαβάστε ακόμη:
Νόσος Crohn: Η θεραπεία που μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα
Φλεγμονώδεις νόσοι εντέρου: Τι μας αρρωσταίνει – Tips προφύλαξης