Ένα αιματολογικό τεστ για τη διάγνωση του Συνδρόμου Χρόνιας Κόπωσης ανέπτυξε διεθνής επιστημονική ομάδα με επικεφαλής ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με ακρίβεια έως και 91% σύμφωνα με τη δημοσίευσή τους στο Advanced Science.
Το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης (ή Μυαλγική Εγκεφαλομυελίτιδα/ΜΕ) είναι μια εξουθενωτική κατάσταση που περιλαμβάνει τη σωματική κόπωση, μυαλγίες, νευρολογικές εκδηλώσεις ή πονόλαιμο μεταξύ άλλων και, λόγω της δυσκολίας προσδιορισμού και διάγνωσής του, δεν τυγχάνει αποδοχής ως νοσολογική οντότητα από το σύνολο της ιατρικής κοινότητας. Τα τελευταία χρόνια, και δη επ’ αφορμή της πανδημίας COVID-19, το σύνδρομο συγκεντρώνει αυξανόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον.
Οι ερευνητές ανέφεραν σε σημείωμά τους στη σελίδα του αγγλικού πανεπιστημίου:
«Η διάγνωση της μυαλγικής εγκεφαλομυελίτιδας παραμένει πρόκληση, με τους περισσότερους ασθενείς να βασίζονται σε αυτοαναφορές, ερωτηματολόγια και υποκειμενικές μετρήσεις για να λάβουν διάγνωση, ενώ πολλοί δεν λαμβάνουν ποτέ σαφή διάγνωση. […] Η έγκαιρη διάγνωση θα επέτρεπε στους ασθενείς να διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα την κατάστασή τους, οδηγώντας δυνητικά σε νέες ανακαλύψεις όσον αφορά τα μονοπάτια της νόσου και την ανάπτυξη θεραπείας. […] Αυτή η μελέτη παρουσιάζει μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση για τη καλύτερη διάγνωση και διαχείριση του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης και θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες ανεξήγητες χρόνιες ασθένειες, όπως το σύνδρομο long COVID και η Χρόνια Νόσος Lyme, με τις οποίες μοιράζονται πολλά συμπτώματα».
91% ακρίβεια
Οι ερευνητές αξιοποίησαν διαθέσιμα διαγνωστικά εργαλεία για να εξετάσουν τη βασική τους υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο υπεύθυνος μηχανισμός για τη χρόνια κόπωση εντοπίζεται σε δυσλειτουργίες στην ενεργειακή ροή των κυττάρων. Περιόρισαν την εξέτασή τους στα μονοπύρηνα κύτταρα του περιφερικού αίματος (PBMC), τα έχουν μεγάλους, λοβώδεις πυρήνες όπως τα μονοκύτταρα και τα λεμφοκύτταρα. Η πιθανή εμπλοκή των εν λόγω κυττάρων στην εκδήλωση χρόνιας κόπωσης είχε αναδειχθεί και από παλαιότερες μελέτες.
Καθώς δεν υπάρχει κάποιο τεστ για τη μέτρηση των PBMC σε σχέση με την ενεργειακή λειτουργία, η επιστημονική ομάδα στράφηκε στη φασματοσκοπία Raman, μέθοδο που συγκρίνει τους τρόπους δόνησης των μορίων και αξιοποιείται κυρίως για τον προσδιορισμό της δομής και τις μοριακές αλληλεπιδράσεις στην οργανική χημεία, ενώ πλέον βρίσκει εφαρμογή και στην Ιατρική, στον έλεγχο των ανθρώπινων κυττάρων και ιστών.
Συγκεντρώνοντας και εξετάζοντας δείγματα από 61 άτομα με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και 16 χωρίς, επιχείρησαν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη διαφορών στις δονήσεις μεμονωμένων κυττάρων μεταξύ των δύο ομάδων. Όταν διαπιστώθηκε πως πράγματι υπήρχε διαφορά, ανέπτυξαν μια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης για την επεξεργασία των αποτελεσμάτων σε μεγάλο πληθυσμιακό δείγμα, και το δοκίμασαν έπειτα σε 2.000 κύτταρα από 98 ασθενείς. Το σύστημα κατέγραψε ακρίβεια 91%. Αν και η επιστημονική ομάδα επιθυμεί να εφαρμόσει τη μέθοδο σε μεγαλύτερα δείγματα, δήλωσε βέβαιη ότι εφηύρε ένα τεστ για το σύνδρομο.
Διαβάστε επίσης:
Κόπωση: Τι «κρύβει» η μεγάλη κούραση και πότε πρέπει να ανησυχήσουμε
Αυτοί είναι οι πέντε λόγοι που νιώθετε κουρασμένοι όλη την ώρα