Η καθημερινή λήψη χαμηλής δόση ασπιρίνης αυξάνει τον κίνδυνο αναιμίας σε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω κατά περίπου 20%, σύμφωνα με μια μελέτη των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) στις ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Annals of Internal Medicine.
Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από τη μελέτη ASPREE. Πρόκειται για μια τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη. Έλεγξε την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της πρωτογενούς πρόληψης με χρήση ασπιρίνης 100 mg ημερησίως σε πληθυσμό υγιών ηλικιωμένων στις ΗΠΑ και την Αυστραλία, με περίοδο θεραπείας κατά μέσο όρο τα 4,5 έτη. Η δοκιμή, στην οποία συμμετείχαν 19.114 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, είναι σημαντική για το μέγεθος, τη μεθοδολογική αυστηρότητα και το υψηλό ποσοστό διατήρησης συμμετεχόντων.
Στην πρόσφατη ανάλυση της μελέτης εξετάστηκε η επίδραση της μακροχρόνιας χρήσης χαμηλής δόσης ασπιρίνης στην εμφάνιση αναιμίας, στις αλλαγές στη συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης και στα επίπεδα φερριτίνης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η χαμηλή δόση ασπιρίνης οδήγησε σε αυξημένα ποσοστά αναιμίας σε κατά τα άλλα υγιείς ηλικιωμένους ενήλικες, ανεξάρτητα από την παρουσία αιμορραγίας. Ο κίνδυνος αναιμίας σε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε συγκεκριμένα κατά περίπου 20%. Η αναιμία στους ηλικιωμένους ενήλικες σχετίζεται με λειτουργική έκπτωση, αυξημένη κόπωση, αναπηρίες, καταθλιπτικά συμπτώματα και γνωστικά προβλήματα. Προηγούμενες αναλύσεις δεδομένων από την ASPREE κατέδειξαν ότι η καθημερινή χαμηλή δόση ασπιρίνης δεν μειώνει τον κίνδυνο για άνοια και γνωστική έκπτωση, ενώ δεν είχε καμία επίδραση και στο προσδόκιμο ζωής.
Τα αποτελέσματα αυτά καταδεικνύουν ότι πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με τη χορήγηση ασπιρίνης για πρωτογενή πρόληψη. Επίσης, σε άτομα που τη λαμβάνουν θα πρέπει να γίνεται έλεγχος για πιθανή αναιμία, ακόμη και αν δεν υπάρχουν εμφανή στοιχεία αιμορραγίας.