Οι πρωινοί τύποι ή οι βραδινοί έχουν τελικά μεγαλύτερη νοημοσύνη και πώς επηρεάζονται από τις αλλαγές της ώρας; Σύμφωνα με νεότερη μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Οτάβα, σημασία έχει, μεταξύ άλλων, η ηλικία και οι συνήθειες του ατόμου.
Η έρευνα του δρ. Stuart Fogel,νευροεπιστήμονα και καθηγητή στη Σχολή Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Οτάβα και ερευνητή στο Royal’s Institute for Mental Health Research, ρίχνει φως στον αντίκτυπο του καθημερινού ρυθμού, των επιπέδων δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά και του ύπνου στη νοημοσύνη των ατόμων. Διαπιστώθηκε ότι οι βραδινοί τύποι έχουν έχουν ανώτερη λεκτική νοημοσύνη.
Ωστόσο, όταν εισέλθουν στο προσκήνιο ορισμένοι βασικοί παράγοντες, όπως η ώρα κατάκλισης και η ηλικία, συμπέραναν ότι ίσχυε το αντίθετο, σύμφωνα με τον δρ. Stuart Fogel, καθώς οι πρωινοί τύποι έτειναν να έχουν ανώτερη λεκτική ικανότητα: «Αυτό το αποτέλεσμα μας εξέπληξε και υποδηλώνει ότι το θέμα είναι πολύ πιο περίπλοκο από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως» επισημαίνει.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε άτομα διαφορετικών ηλικιών, οι οποίοι ελέγχθηκαν αυστηρά για να αποκλειστούν διαταραχές του ύπνου και άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση της μελέτης. Οι συμμετέχοντες φορούσαν μια συσκευή παρακολούθησης για τη μέτρηση των επιπέδων δραστηριότητας.
Προσδιορίστηκε επίσης ο χρονότυπος των συμμετεχόντων, παρακολουθώντας τους βιολογικούς ρυθμούς και τις καθημερινές προτιμήσεις. Ο χρονότυπος ενός ατόμου σχετίζεται με το πότε μέσα στην ημέρα προτιμά να κάνει τις πιο απαιτητικές δραστηριότητες, από τις πνευματικές ασχολίες μέχρι την άσκηση.
Η ηλικία έπαιζε βασικό ρόλο, καθώς τα ηλικιακά νεαρότερα άτομα προτιμούσαν τις νυχτερινές ώρες, ενώ τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα και όσοι ακολουθούσαν μια ρουτίνα πρωινών και νυχτερινών δραστηριοτήτων θεωρούνταν πρωινοί τύποι.
Η αντίφαση όμως εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι πρωινές ώρες θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές για τα παιδιά και τους εφήβους σχολικής ηλικίας, που το πρόγραμμά τους καθορίζεται από τους γονείς τους που είναι πρωινοί τύποι και τις ρουτίνες τους, διαταράσσοντας την ισορροπία και την απόδοσή τους.
«Πολλές ώρες έναρξης του σχολικού προγράμματος δεν καθορίζονται από τους χρονοτύπους, αλλά από τους γονείς και τα ωράρια εργασίας, οπότε τα παιδιά σχολικής ηλικίας πληρώνουν το τίμημα αυτού του γεγονότος, επειδή είναι βραδινοί τύποι που αναγκάζονται να εργάζονται σε ένα πρωινό πρόγραμμα» συμπληρώνει ο δρ. Stuart Fogel.
Για παράδειγμα, όπως εξηγεί, τα μαθηματικά και οι θετικές επιστήμες συνήθως προγραμματίζονται νωρίς το πρωί, διότι θεωρούνται καλύτερη επιλογή για τη διαδικασία της μάθησης. Όμως, οι πρωινές ώρες δεν είναι ιδανικές για τους βραδινούς τύπους. Συνεπώς, βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, επειδή ο τύπος του προγράμματος που τους επιβάλλεται ουσιαστικά στρέφεται ενάντια στο βιολογικό τους ρολόι.
Το κλειδί, τέλος, για να κατανοήσουμε καλύτερα τα αποτελέσματα της διφορούμενης αυτή μελέτης είναι ο καθορισμός της δύναμης του ρυθμού ενός ατόμου, ο οποίος καθοδηγεί τη νοημοσύνη. Ακόμα, η ηλικία ενός ατόμου και η ώρα του ύπνου αποτελούν εξίσου σημαντικούς παράγοντες.
Διαβάστε επίσης
Διαβήτης τύπου 2: Η ελεγχόμενη έκθεση στο κρύο μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά
Σας λείπει ύπνος; Καλύτερα να πετάξετε τα γλυκά από το σπίτι