Η αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού κατά της λοίμωξης COVID-19 μπορεί να υπονομεύεται από την αναδύση των νεότερων μεταλλάξεων, ωστόσο νεότερη μελέτη από ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Yale υπογραμμίζει τη μεγάλη σημασία του εμβολιασμού τόσο σε ατομικό όσο και σε πληθυσμιακό επίπεδο, με στόχο τον περιορισμό των νέων λοιμώξεων από τις πιο μεταδοτικές παραλλαγές του κορωνοϊού.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο PNAS Nexus, αναδεικνύεται ότι ο βασικός εμβολιασμός και οι ενισχυτικές δόσεις δεν προστατεύουν μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά βοηθούν επίσης στον έλεγχο της μετάδοσης της COVID-19 σε έναν ευρύτερο πληθυσμό.
Όπως επισημαίνει και ο δρ. Jeffrey Townsend, κύριος συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής βιοστατιστικής και οικολογίας και εξελικτικής βιολογίας στο Yale, «δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να σταματήσουμε τη χορήγηση των αναμνηστικών δόσεων, καθώς κάνουν τη διαφορά».
Φρένο στη διασπορά της μετάλλαξης Omicron
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μαθηματικούς υπολογισμούς για να προσδιορίσουν την πιθανότητα μετάδοσης της παραλλαγής Omicron μετά την έξοδο ενός μολυσμένου ατόμου από διάφορα χρονικά διαστήματα καραντίνας. Οι υπολογισμοί έλαβαν υπόψη την περίοδο επώασης του ιού, τον χρόνο επώασης και την ευαισθησία των τεστ στην ανίχνευση της παραλλαγής Omicron.
Τα αποτελέσματά τους υπέδειξαν ότι τα εμβόλια και οι ενισχυτικές δόσεις τόσο σε ατομικό όσο και σε γενικότερο επίπεδο, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον περιορισμό της διασποράς του ιού.
«Όταν ένα άτομο είναι προσφάτως εμβολιασμένο, μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος να μολυνθεί με τον κορωνοϊό. Όταν μολυνθεί, ο πρόσφατος εμβολιασμός δεν αλλάζει τόσο πολύ τη μεταδοτικότητα. Ωστόσο, εάν ο πληθυσμός στον οποίο βρίσκεται αυτό το μολυσμένο άτομο είναι πλήρως εμβολιασμένος, τότε μετά την καραντίνα εξακολουθώντας να είναι μολυσμένο, πολύ λιγότεροι άνθρωποι ενδεχομένως θα προσβληθούν από τη λοίμωξη COVID-19» εξηγεί ο δρ. Jeffrey Townsend. Επομένως, σε κοινότητες όπου υπάρχουν υψηλά ποσοστά του κύριου εμβολιασμού και των ενισχυτικών δόσεων, ενδέχεται να απαιτούνται καραντίνες μικρότερης διάρκειας και να πραγματοποιείται λιγότερο testing.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάλυση προσαρμόστηκαν από μια μελέτη του 2020, στην οποία ο δρ. Townsend και οι συνεργάτες του διερεύνησαν τη μεταδοτικότητα του αρχικού στελέχους του ιού SARS-CoV-2 και τον αντίκτυπό της στην καραντίνα. Οι ερευνητές εμπνεύστηκαν να επεκτείνουν το αναλυτικό μοντέλο και να το εφαρμόσουν σε νέα δεδομένα σχετικά με την παραλλαγή Omicron στην τρέχουσα μελέτη τους.
«Με την ανάδυση των νέων παραλλαγών σε συνδυασμό με τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού, ίσως οι συστάσεις του 2020 να μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες» καταλήγει ο δρ. Townsend.
Διαβάστε ακόμη:
Κορωνοϊός – Νοσηλεία: Η πάθηση που διπλασιάζει τον κίνδυνο και στους εμβολιασμένους
Κορωνοϊός – Εμβόλια: Ρινικά σπρέι ο Νο1 σύμμαχος κατά των μεταλλάξεων