Από το πρώτο πανδημικό κύμα του κορωνοϊού, το ερευνητικό ενδιαφέρον στράφηκε εντόνως σε μια επιπλοκή που εμφάνιζαν άτομα με σοβαρή νόσο COVID-19, υπεύθυνη συχνά για την κατάρρευση του οργανισμού έως και τον θάνατό τους. Η επιπλοκή γνωστή και ως «καταιγίδα κυτοκινών» που περιγράφει την υπερφλεγμονώδη απόκριση του οργανισμού, βρέθηκε ξανά στο μικροσκόπιο των επιστημόνων.
Εν προκειμένω, οι Ιταλοί ερευνητές επεδίωξαν να τυποποιήσουν τις συγκεκριμένες κυτοκίνες -πρωτεΐνες οξείας φάσης που συνθέτει ο οργανισμός σε περιπτώσεις φλεγμονής– που ευθύνονται για την υπερδιέγερση της φλεγμονής και να αναδειχθεί έτσι ένας νέος προγνωστικός δείκτης έκβασης της COVID-19 που θα επιτρέψει την εξατομικευμένη προσέγγιση των ασθενών υψηλού κινδύνου.
Τα ευρήματα της πρόσφατης προοπτικής μελέτης παρουσιάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων (ECCMID 2022) στη Λισαβόνα, 23-26 Aπριλίου.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε τις περιπτώσεις 415 ατόμων με COVID-19 που νοσηλεύτηκαν το διάστημα Μαΐου 2020 – Μαρτίου 2021, με διάμεση ηλικία τα 70 έτη και άνδρες κατά 65.5%. Τα περιστατικά αφορούσαν όλες τις διαβαθμίσεις της νόσου, από ήπια έως πολύ σοβαρή, σύμφωνα με τα κριτήρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Το 15.7% των ασθενών κατέληξε στο νοσοκομείο και το 23.6% είχε αρνητική έκβαση (διασωλήνωση ή/και θάνατο).
Οι ερευνητές μέτρησαν κατά την εισαγωγή των ασθενών τα επίπεδα ορού για ένα μεγάλο εύρος κυτοκινών και τα συνέκριναν με τα αποτελέσματα της νοσηλείας, συνδυαστικά με άλλους βιοδείκτες όπως η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) και η προαδρενομεδουλλίνη (MR-proADM). Με τα παραπάνω στοιχεία πέτυχαν τον σχηματισμό ενός διαγράμματος δέντρου που μπορούσε να δείξει τους ασθενείς που διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο. Η πρώτη διάκριση έγινε βάσει των επιπέδων της κυτοκίνης ιντερλευκίνη 6 (IL-6) και έπειτα επί των επιπέδων άλλων πρωτεϊνών (IL-10, MR-proADM, sIL2Ra, IP10, CRP).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι:
- τα αυξημένα επίπεδα χημειοκίνης IP-10 – εκκρίνεται κατόπιν διέγερσης από την προ-φλεγμονώδη κυτοκίνη ιντερφερόνη (IFN)– κατά την εισαγωγή υποδεικνύουν μια υπερβολική ανοσολογική απόκριση που μπορεί να οδηγήσε σε πνευμονική ίνωση στον ασθενή με αποτέλεσμα τη διασωλήνωση.
- τα υψηλά επίπεδα της προ-φλεγμονώδους IL-6 μπορεί να συνοδεύονται από αυξημένα επίπεδα sIL2Ra και ιντερλευκίνης 10 (IL-10), οι οποίες έχουν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το συγκεκριμένο στοιχείο υποδεικνύει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, η συνήθης σε ασθενείς με COVID-19 χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων θα ήταν επιβλαβής.
Η Δρ Emanuela Sozio από την ερευνητική ομάδα ανέφερε: «Δεν είναι πάντα εφικτό να προσδιοριστούν εγκαίρως οι ασθενείς COVID-19 με τη χειρότερη πρόγνωση. Ωστόσο, καθίσταται ολοένα πιο σαφές ότι όσο νωρίτερα αντιμετωπίσουμε την υπερφλεγμονή, τόσο πιο πιθανό είναι να την σταματήσουμε γρήγορα και οριστικά, ώστε να αποφευχθεί έτσι μια μη αναστρέψιμη βλάβη οργάνων».
Διαβάστε επίσης:
Η βιταμίνη – «βασικός παίκτης» στις αυτοάνοσες παθήσεις και την Covid-19
Κορωνοϊός: Δύο σοβαροί κίνδυνοι που αυξάνονται κατακόρυφα μετά τη διάγνωση της COVID-19
Κορωνοϊός – Σοβαρή νόσηση: Πότε αυξάνουν τον κίνδυνο τα Αυτοάνοσα Ρευματικά Νοσήματα