Οι γονείς παιδιών που συνελήφθησαν μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF) ή μετά από φαρμακευτική διέγερση ωοθηκών μπορούν να αισθάνονται σίγουροι ότι η θεραπεία υπογονιμότητας δεν έχει αντίκτυπο στην ανάπτυξη των παιδιών, υποστηρίζει νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Fertility & Sterility.
Στη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο Γονιμότητας του Illinois σε συνεργασία με το Ιατρικό Κέντρο του Rush University, οι γονείς των παιδιών που συνελήφθησαν είτε φυσιολογικά είτε μέσω της τεχνολογίας υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ανέφεραν ορισμένα ορόσημα στην ανάπτυξη των παιδιών τους, από τη γέννηση έως την ηλικία των πέντε ετών στην εφαρμογή Ovia Parenting. Τα αναπτυξιακά ορόσημα δημιουργήθηκαν χρησιμοποιώντας τις κατευθυντήριες γραμμές του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.
Παρατηρήθηκε, λοιπόν, ότι και στις δύο ομάδες παιδιών, τα αναπτυξιακά ορόσημα παρατηρήθηκαν στην ίδια περίπου ηλικία. Μια σημαντική διαφορά υπήρξε στους 12 μήνες, όταν τα παιδιά που γεννήθηκαν με τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν εκπληρώσει όλα τα αναπτυξιακά ορόσημα, σε σχέση με τα παιδιά που είχαν συλληφθεί φυσιολογικά.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη κατοικούσαν στις Η.Π.Α. και από τους 1.881 που ολοκλήρωσαν την έρευνα, οι 229 (12,2%) χρησιμοποίησαν τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ενώ οι 1,652 (87,8%) είχαν συλλάβει φυσιολογικά. Οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής περιελάμβαναν τη φαρμακευτική αγωγή υπογονιμότητας (91), την ενδομήτρια σπερματέγχυση (89),τη γονιμοποίηση in vitro (78), ενώ 28 ερωτηθέντες ανέφεραν περισσότερες από μία μεθόδους.
Τα στοιχεία που υπάρχουν σχετικά με την επίδραση των τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στα αναπτυξιακά ορόσημα της παιδικής ηλικίας είναι μέχρι στιγμής μικτά. Από τη μία πλευρά, θεωρείται ότι οι μέθοδοι εξωσωματικής γονιμοποίησης αυξάνουν τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού και χαμηλού βάρους γέννησης, τα οποία συνδέονται με αναπτυξιακές καθυστερήσεις. Άλλες μελέτες, ωστόσο, έχουν δείξει ότι δεν έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη σωματική και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών σε σύγκριση με τα παιδιά που έχουν συλληφθεί φυσιολογικά, αυτή, όμως, συνιστά την πρώτη μελέτη που αναλύει την παιδική ανάπτυξη από την οπτική γωνία του γονέα.
«Οι γονείς περνούν πολύ χρόνο με τα παιδιά τους και γνωρίζουν τη συμπεριφορά τους καλύτερα από τον καθένα. Γι’αυτό είναι τόσο σημαντικό να αναλύσουμε την ανάπτυξη από τη δική τους οπτική. Πολλοί ασθενείς δεν ακολουθούν θεραπεία γονιμότητας εξαιτίας του φόβου ότι το παιδί τους δεν θα είναι “φυσιολογικό”. Η μελέτη αυτή βοηθά ώστε να απομακρυνθεί αυτός ο φόβος», εξηγεί η Δρ. Jennifer Hirshfeld-Cytron, συγγραφέας της μελέτης και ενδοκρινολόγος αναπαραγωγής στα Κέντρα Γονιμότητας του Ιλινόις.
Σύμφωνα με το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων, ένα στα οκτώ ζευγάρια θα αντιμετωπίσει δυσκολία να συλλάβει ή να φέρει εις πέρας μια εγκυμοσύνη. Η χρήση τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής για τη σύλληψη ενός παιδιού τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και συχνότερη, με τον αριθμό των παιδιών που γεννιούνται με αυτές τις μεθόδους να ξεπερνά τα οκτώ εκατομμύρια την περασμένη χρονιά.