Ένα πολυγονιδιακό τεστ, που ίσως βοηθήσει στην ποσοτικοποίηση του κινδύνου παχυσαρκίας στους ανθρώπους, ανέπτυξαν Αμερικανοί επιστήμονες, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Cell.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα από 2,1 εκατομμύρια γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με το σωματικό βάρος, ο ερευνητής Amit Khera από το Broad Institute και το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης και η ομάδα του δημιούργησαν ένα σύστημα βαθμολόγησης, το οποίο στη συνέχεια εφάρμοσαν στους συμμετέχοντες τεσσάρων μακροχρόνιων μελετών υγείας στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, εκ των οποίων οι τρεις περιελάμβαναν νέους ενήλικες και μεσήλικες και η τέταρτη παιδιά.
Συνολικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσο υψηλότερες ήταν οι γενετικές βαθμολογίες ενός ατόμου, τόσο υψηλότερο το σωματικό του βάρος. Μάλιστα, ο κίνδυνος σοβαρής παχυσαρκίας ήταν ιδιαίτερα υψηλός στους ανθρώπους που πέτυχαν σκορ στο 10% της κορυφής της βαθμολογίας, αφού ζύγιζαν 30 κιλά περισσότερο, κατά μέσο όρο, από τους ενήλικες με σκορ στο 10% της χαμηλότερης κλίμακας και ήταν 25 φορές πιο πιθανό να πάσχουν από σοβαρής μορφής παχυσαρκία.
Μεταξύ των Αμερικανών νεαρών ενηλίκων με σκορ στην κορυφή της βαθμολογίας, σχεδόν το 16% νόσησε από σοβαρής μορφής παχυσαρκία τα επόμενα 27 χρόνια, ποσοστό πολύ υψηλό σε σχέση με το μόλις λίγο πάνω από το 1% των νεαρών ενηλίκων των οποίων οι γενετικές βαθμολογίες κινδύνου ήταν στο κατώτατο 10% της βαθμολογίας.
Ο Δρ. Khera σημείωσε ότι οι επιπτώσεις του υψηλού σκορ κινδύνου άρχισαν να γίνονται εμφανείς ήδη από την ηλικία των 3 ετών, ωστόσο, πολλοί άνθρωποι, ακόμη και με τις υψηλότερες βαθμολογίες γενετικού κινδύνου, δεν έγιναν παχύσαρκοι. Και για του λόγου το αληθές, σε παρόμοια μια μεγάλη μελέτη μεσηλίκων στην Ουκρανία, περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες δεν ήταν παχύσαρκοι, αν και λίγοι είχαν φυσιολογικό βάρος.
«Δεν λέμε ότι το τεστ αυτό προβλέπει κάτι οριστικό, καθώς το βάρος ενός ατόμου προκύπτει από την αλληλεπίδραση γονιδίων και περιβάλλοντος», σχολίασε σχετικά ο Δρ. Khera, ο οποίος αναγνώρισε κάποιες παγίδες στη χρήση του τεστ ως μέσου πρόβλεψης, καθώς πολλοί άνθρωποι μπορεί να αφεθούν στην ηττοπάθεια που ενδεχομένως να προκαλέσουν τα αποτελέσματα και να παραμελήσουν την άσκηση ή την υγιεινή διατροφή.
«Εμείς θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις πληροφορίες για να βελτιώσουμε την υγεία των ανθρώπων, γι’αυτό και υπάρχουν πολλά ακόμα ζητήματα που πρέπει να λύσουμε: Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να το πούμε σε κάποιον, ποιος ο κατάλληλος τρόπος και πώς θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τις επιπτώσεις που έχουν αυτές οι πληροφορίες στην υγεία τους», ανέφερε χαρακτηριστικά ο ερευνητής.
Πάντως, η ερευνήτρια Ruth Loos, που δε συμμετείχε στη μελέτη, εμφανίστηκε σκεπτική απέναντι στο εν λόγω τεστ, τονίζοντας ότι η «πραγματική αξία» της έρευνας στη γενετική της παχυσαρκίας έγκειται στην καλύτερη κατανόηση της υποκείμενης βιολογίας, δηλαδή των λόγων που κάποιοι άνθρωποι είναι ευάλωτοι στην αύξηση του βάρους, ενώ άλλοι όχι. Η Δρ. Khrea αρχικά συμφώνησε με τα λεγόμενα της συναδέλφου της προσθέτοντας, ωστόσο, ότι θα είναι σημαντικό να καταλάβουμε γιατί ορισμένα άτομα με πολύ υψηλό γενετικό σκορ καταφέρνουν να αποφύγουν τελικά την υπερβολική αύξηση του βάρους τους.