Την επιτακτική ανάγκη ανάπτυξης και εφαρμογής παρεμβάσεων δημόσιας υγείας με στόχο την αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού όσον αφορά τον καρκίνο του πνεύμονα (παράγοντες κινδύνου, συμπτώματα, έλεγχος, έγκαιρη διάγνωση) αλλά και την ανάγκη μέτρων πολιτικής για να καταστεί ο έλεγχος πιο προσιτός στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, αναδεικνύει μελέτη που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από Ερευνητική Ομάδα του Τμήματος Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου σε συνεργασία με άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα, με επιστημονικά υπεύθυνη την κα Γεωργία Κουρλαμπά, Επίκουρη Καθηγήτρια Μεθοδολογίας Έρευνας και Τεκμηριωμένης Νοσηλευτικής Πρακτικής και Τακτικό Μέλος του Δ.Σ. του ΕΟΔΥ.

Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι ο πιο συχνός καρκίνος, παγκοσμίως, τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με το GLOBOCAN, το 2018 διαγνώσθηκαν περίπου 2,1 εκατ. νέοι ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα, το οποίο αντιστοιχεί στο 11,5% του συνόλου των νέο- διαγνωσθέντων ασθενών με καρκίνο, ενώ 1,76 εκατ. ασθενείς με καρκίνο πνεύμονα απεβίωσαν, με τις εκτιμήσεις να δείχνουν ότι το 2035, παρά την πρόοδο της τεχνολογίας, οι θάνατοι θα αγγίξουν τα 3 εκατομμύρια. 

Στην Ελλάδα, το 2018, διαγνώσθηκαν 9.960 ασθενείς με καρκίνο πνεύμονα (συμπεριλαμβάνοντας τραχεία και βρόγχους) και χάθηκαν περίπου 8.300 ανθρώπινες ζωές.

Η πτωχή πρόγνωση των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα, σχετίζεται σημαντικά με το προχωρημένο στάδιο της νόσου τη στιγμή της διάγνωσης, με αποτέλεσμα μόνο το 20% περίπου των περιστατικών να είναι χειρουργήσιμα κατά τη στιγμή της διάγνωσης.

Η έλλειψη γνώσεων του γενικού πληθυσμού σχετικά με τον καρκίνο του πνεύμονα καθώς και ο φόβος της διάγνωσης φαίνεται να συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην καθυστερημένη διάγνωση του καρκίνου, όταν η νόσος είναι πιο προχωρημένη και πιθανότατα μη ιάσιμη.

Επιπροσθέτως, τυχόν αντιλήψεις των ασθενών ότι είναι άτρωτοι, ότι ο καρκίνος του πνεύμονα δεν μπορεί να διαγνωστεί εγκαίρως και ότι δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπεία που θα μπορούσε να βελτιώσει την έκβαση τους, ενδέχεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην καθυστερημένη αναζήτηση ιατρικής βοήθειας και άρα διάγνωσης του καρκίνου πνεύμονα.

Από την άλλη, η πρόοδος που έχει παρατηρηθεί τόσο στον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα μέσω της αξονικής τομογραφίας χαμηλής δόσης (low-dose computed tomography/LDCT) όσο και στη θεραπεία του μέσω των νέων στοχευμένων θεραπειών, των νέων χειρουργικών τεχνικών αλλά και των νέων μεθόδων ακτινοθεραπείας σε πρώιμα και τοπικά προχωρημένα στάδια αυτής της νόσου, μπορούν πραγματικά να συμβάλουν στην σημαντικά καλύτερη έκβαση των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι γνώσεις και αντιλήψεις του πληθυσμού για τον καρκίνο του πνεύμονα και τον προσυμπτωματικό έλεγχο επηρεάζουν σημαντικά τις πρακτικές του (π.χ. συμμετοχή σε προσυμπτωματικό έλεγχο και αναζήτηση έγκαιρης διάγνωσης), οι οποίες ενδέχεται να συμβάλλουν στην καθυστερημένη διάγνωση και άρα την κακή πρόγνωση. Γι’ αυτό το λόγο, προκειμένου να σχεδιαστούν κατάλληλες καμπάνιες ευαισθητοποίησης του γενικού πληθυσμού για τον καρκίνο του πνεύμονα, τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται όλο και περισσότερες μελέτες αξιολόγησης των γνώσεων, αντιλήψεων και πρακτικών του γενικού πληθυσμού για τον καρκίνο του πνεύμονα και τον προσυμπατωματικό έλεγχο, ενώ στην Ελλάδα, στο βαθμό που γνωρίζουμε, δεν έχει διεξαχθεί τέτοια μελέτη μέχρι τώρα.

Μεθοδολογία

Στην κατεύθυνση αυτή διεξήχθη η συγκεκριμένη μελέτη, η οποία ήταν πανελλαδική συγχρονική και έγινε σε ένα δείγμα του ενήλικου γενικού πληθυσμού αντιπροσωπευτικό ως προς το φύλο, την ηλικία και τον τόπο διαμονής, την περίοδο Μάρτιος-Απρίλιος 2023. Η συλλογή των δεδομένων έγινε ανώνυμα με τηλεφωνική και διαδικτυακή συνέντευξη με τη βοήθεια υπολογιστή. Οι εν λόγω συνεντεύξεις διεξήχθησαν με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, με μέση διάρκεια συμπλήρωσης τα 15 λεπτά.

Το ερωτηματολόγιο αποτελούνταν από 58 ερωτήσεις, που χωρίστηκαν σε έξι ενότητες ως εξής:

1) δημογραφικά στοιχεία, τα οποία εξέταζαν τις κοινωνικοδημογραφικές πληροφορίες των συμμετεχόντων,
2) ερωτήσεις σχετικά με την καπνιστική συνήθεια,
3) ερωτήσεις σχετικά με το ατομικό/οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του πνεύμονα,
4) γνώσεις σχετικά με τον καρκίνο του πνεύμονα και τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα (8 ερωτήσεις),
5) στάσεις έναντι του καρκίνου του πνεύμονα και του προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου του πνεύμονα (13 ερωτήσεις) και
6) πρακτικές έναντι του καρκίνου του πνεύμονα και του προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου του πνεύμονα (8 ερωτήσεις).

Για τη μέτρηση των γνώσεων, υπολογίστηκε μια συνολική βαθμολογία γνώσεων που κυμαίνεται από μηδέν (0) έως οκτώ (8), αποδίδοντας έναν (1) βαθμό σε κάθε σωστή απάντηση. Υψηλότερη βαθμολογία υποδηλώνει καλύτερη γνώση για τον καρκίνο του πνεύμονα και τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα.

Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 48,7 (± 17,4) έτη, με 15,2% να αναφέρουν οικογενειακό ιστορικό καρκίνου πνεύμονα. Η μελέτη έχει λάβει έγκριση από την Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Αποτελέσματα

Αναφορικά με τις γνώσεις των συμμετεχόντων σχετικά με τον καρκίνο του πνεύμονα και τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα, σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες (53,2%) ανέφεραν σωστά όλους τους παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο του πνεύμονα, με το ενεργητικό κάπνισμα και το παθητικό κάπνισμα να είναι από τους πιο αναγνωρισμένους παράγοντες κινδύνου (90,9% και 80,9%, αντίστοιχα). Τα τρία πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα του καρκίνου του πνεύμονα ήταν ο βήχας που επιδεινώνεται ή δεν υποχωρεί (76,2%), η δύσπνοια (72,5%) και η αιμόπτυση (68,6%), ενώ μόνο 1 στους 4 συμμετέχοντες (24,4%) έδωσε συνολικά σωστή απάντηση σχετικά με τα συμπτώματα του καρκίνου του πνεύμονα. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι περίπου 80,0% του γενικού πληθυσμού φαίνεται να γνωρίζει τι είναι ο προσυμπτωματικός έλεγχος και σχεδόν το 70% από αυτούς αναφέρει σωστά, την χαμηλής δόσης αξονική τομογραφία θώρακος (low dose chest CT – LDCT), ως μέθοδο προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του πνεύμονα.

Η μέση συνολική βαθμολογία γνώσεων σχετικά με τον καρκίνο του πνεύμονα και τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα ήταν 4,1 στα 8, γεγονός που υποδηλώνει ένα μέτριο επίπεδο γνώσεων μεταξύ των συμμετεχόντων.

Αυτή η βαθμολογία υποδηλώνει ένα σημαντικό κενό γνώσεων μεταξύ των συμμετεχόντων, σχετικά με τον καρκίνο του πνεύμονα και τον προσυμπτωματικό έλεγχο. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για αποτελεσματικότερες στρατηγικές εκπαίδευσης και εκστρατείες δημόσιας υγείας για τη βελτίωση των συνολικών γνώσεων, προωθώντας έτσι καλύτερες πρακτικές πρόληψης και προσυμπτωματικού ελέγχου στον πληθυσμό που διατρέχει κίνδυνο.

Αναφορικά με τις στάσεις των συμμετεχόντων σχετικά με τον καρκίνο του πνεύμονα και τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες συμφώνησαν / συμφώνησαν απόλυτα ότι ο καρκίνος του πνεύμονα μπορεί να ανιχνευθεί πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα μέσω του κατάλληλου ελέγχου (75,7%) και ότι αν συμβουλευτούν τον γιατρό τους αμέσως μόλις εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα, μπορεί να ζήσουν περισσότερο ακόμα και αν διαγνωστούν με καρκίνο του πνεύμονα (77,9%).

Μια ισχυρή πλειοψηφία (87,7%) πίστευε ότι ο έλεγχος για τον καρκίνο του πνεύμονα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για το κράτος και ότι ο έλεγχος αυτός πρέπει να προσφέρεται δωρεάν σε όλους τους πολίτες (91,1%). Μόνο το 22,2% συμφώνησε ότι ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του πνεύμονα θα πρέπει να συνιστάται μόνο σε καπνιστές ή/και πρώην καπνιστές ηλικίας άνω των 50 ετών και όχι σε όλους τους ενήλικες άνω των 50 ετών και το 47,6% πίστευε ότι το κόστος του προσυμπτωματικού ελέγχου επηρεάζει το ποσοστό συμμετοχής στην εξέταση LDCT.

Τέλος, φαίνεται ότι σχεδόν το 70% των συμμετεχόντων πιστεύει ότι είναι γενική ανάγκη να ενημερωθεί το ευρύ κοινό για το τι είναι ο προσυμπτωματικός έλεγχος, τις συνθήκες για τις οποίες χρησιμοποιείται ο προσυμπτωματικός έλεγχος, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του προσυμπτωματικού ελέγχου και ποιος, πού και πότε μπορεί να υποβληθεί σε προσυμπτωματικό έλεγχο.

Αναφορικά με τις πρακτικές των συμμετεχόντων σχετικά με τον καρκίνο του πνεύμονα και τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα, μόνο το 13,3% αυτών ανέφεραν ότι έχουν υποβληθεί σε έλεγχο για τον καρκίνο του πνεύμονα στο παρελθόν, με την πιο συχνά χρησιμοποιούμενη μέθοδο ελέγχου να είναι η ακτινογραφία θώρακα. Το 84,2% των ερωτηθέντων ήταν πρόθυμοι να υποβληθούν σε εξέταση LDCT εάν τους το συνιστούσε ο γιατρός τους, και το 81,7% θα το έκανε εάν λάμβανε ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό του που θα τους ενημέρωνε ότι είναι επιλέξιμοι να υποβληθούν σε LDCT δωρεάν. Μόνο το 6,8% των συμμετεχόντων ανέφεραν ότι κάποιος γιατρός τους συνέστησε να υποβληθούν σε έλεγχο με LDCT τους τελευταίους 18 μήνες και μεταξύ αυτών μόνο το 47,1% ανέφερε ότι το έκαναν.

Τέλος, το 79,0% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι δεν θα φοβόταν να υποβληθεί σε LDCT λόγω της έκθεσης σε ακτινοβολία. Οι συμμετέχοντες με υψηλότερη συνολική βαθμολογία γνώσεων, όσοι πίστευαν ότι ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του πνεύμονα μπορεί να παρατείνει τη ζωή τους, όσοι πίστευαν ότι το να ζητούν ιατρική συμβουλή αμέσως μετά την εμφάνιση του πρώτου συμπτώματος μπορεί να παρατείνει τη ζωή τους και όσοι πίστευαν ότι ο έλεγχος για τον καρκίνο του πνεύμονα πρέπει να προσφέρεται δωρεάν) ήταν πιο πιθανό να υποβληθούν σε LDCT εάν τους το συνιστούσε ο γιατρός τους ή εάν ελάμβαναν ένα γραπτό μήνυμα από το κράτος.

Επιπροσθέτως, διαπιστώθηκε ότι η συνολική βαθμολογία γνώσεων των συμμετεχόντων συσχετίστηκε σε σημαντικό βαθμό με την προθυμία να υποβληθούν σε εξέταση LDCT για καρκίνο του πνεύμονα, εάν τους το συνέστησε ο γιατρός και εάν τους το πρότεινε ένα γραπτό μήνυμα από το κράτος, υποδεικνύοντας ότι η γνώση οδηγεί σε αυξημένη ευαισθητοποίηση και υιοθέτηση καλύτερων πρακτικών πρόληψης.