Επιστημονική σύμπραξη στην οποία συμμετείχαν και ερευνητές από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα, αναζήτησε περισσότερες απαντήσεις σχετικά με το σύνδρομο long covid, μια κατάσταση επίμονων συμπτωμάτων που καταλείπει η νόσος του κορωνοϊού σε 10% – 20% των ασθενών, ήτοι 77 έως 150 περίπου εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως βάσει των εκτιμήσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για πάνω από 771 εκατ. κρούσματα COVID-19 έως τα μέσα Οκτωβρίου 2023.
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε 64.880 κατοίκους των σκανδιναβικών χωρών Σουηδία, Δανία, Νορβηγία και Ισλανδία και τα στοιχεία για τα δύο έτη από την αρχική μόλυνση με τον SARS-CoV-2 (Απριλίου 2020 – Αυγούστου 2022) σχετικά με τα σωματικά τους συμπτώματα. Τα δεδομένα συγκρίθηκαν με αυτά ατόμων χωρίς επιβεβαιωμένη διάγνωση COVID-19 και τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο Lancet Regional Health-Europe.
Υπερδιπλάσιος κίνδυνος long covid
Περισσότεροι από 22.000 συμμετέχοντες διαγνώστηκαν με COVID-19 κατά τη διάρκεια της περιόδου, 10% περίπου εκ των οποίων με βαριά νόσο που τους «έριξε» στο κρεβάτι. Η συχνότητα επίμονων συμπτωμάτων όπως δύσπνοια, πόνος στο στήθος, ζάλη, πονοκέφαλοι και μειωμένη ενέργεια/κόπωση ήταν 37% μεγαλύτερη σε όσους είχαν διαγνωστεί με COVID-19 συγκριτικά με όσους δεν είχαν βγει θετικοί σε τεστ.
Για τους ασθενείς όμως που έμειναν κλινήρεις για επτά τουλάχιστον ημέρες κατά την οξεία φάση της λοίμωξης είχαν τα υψηλότερα ποσοστά έντονης επιβάρυνσης από σωματικά συμπτώματα, υπερδιπλάσια σε σχέση με εκείνους που δεν είχαν διαγνωστεί με COVID-19. Τα συμπτώματά τους ήταν επίσης σημαντικά πιο επίμονα, φτάνοντας σε διάρκεια έως και δύο χρόνια μετά τη διάγνωση.
Ανάγκη για εντονότερο έλεγχο των συμπτωμάτων
«Η long covid έχει εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού έχει μολυνθεί» δήλωσε η Emily Joyce, υποψήφια διδάκτωρ στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Ιατρικής του Ινστιτούτου Καρολίνσκα στη Σουηδία και εκ των πρώτων συγγραφέων της μελέτης. «Τα ευρήματά μας αποτυπώνουν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της πανδημίας στην υγεία και υπογραμμίζουν τη σημασία της παρακολούθησης των σωματικών συμπτωμάτων έως και δύο χρόνια μετά τη διάγνωση, ιδίως σε άτομα που νόσησαν σοβαρά με COVID-19».
Η πλειονότητα των συμμετεχόντων ήταν πλήρως ή μερικώς εμβολιασμένοι και τα αποτελέσματα ήταν σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με αυτά αναλύσεων σε πλήρως εμβολιασμένους. Οι συμμετέχοντες που δεν έπεσαν στο κρεβάτι κατά τη διάρκεια της νόσησης παρουσίασαν παρόμοιο επιπολασμό με τα άτομα που δεν είχαν διαγνωστεί με COVID-19.
«Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος, θα συνεχίσουμε να αξιολογούμε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στην υγεία. Πολλές επιστημονικές εργασίες βρίσκονται σήμερα εν εξελίξει, συμπεριλαμβανομένων μελετών σχετικά με το πώς η COVID-19 επηρέασε τη γνωστική λειτουργία και την ψυχική υγεία και πώς η κοινωνική απομόνωση επηρέασε τους ηλικιωμένους» σχολίασε ο Qing Shen, συνεργαζόμενος ερευνητής στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Ιατρικής και στο Τμήμα Ιατρικής Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής του Ινστιτούτου Καρολίνσκα.
Στην πρόσφατη μελέτη, οι ερευνητές από το Καρολίνσκα και τα πανεπιστήμια του Όσλο (Νορβηγία), του Ταρτού (Εσθονία) και του Εδιμβούργου (Σκωτία), το Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης Rigshospitalet στη Δανία συνδύασαν τέσσερις κοόρτες από το COVIDMENT, ένα μεγάλης κλίμακας συνεργατικό πρόγραμμα μεταξύ της Σουηδίας, της Δανίας, της Νορβηγίας, της Ισλανδίας, της Εσθονίας και της Σκωτίας.