Στο σχέδιο που θα παρουσιάσει την Τρίτη ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε μιλώντας στον ΘΕΜΑ 104,6 ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.
Όπως είπε «θα είναι ένα δυναμικό σχέδιο, θα έχουμε συγκεκριμένες ημερομηνίες σταθμούς που θα ανοίγει η αγορά. Το σχέδιο θα λειτουργεί ως ροοστάτης. Θα προχωράμε σε ένα σταδιακό άνοιγμα και αν δεν υπάρχει αυτοπειθαρχία θα κλείνουμε πράγματα».
«Το δίμηνο που θα ακολουθήσει θα είναι πείραμα εξόδου» πρόσθεσε ο κ. Γεραπετρίτης εξηγώντας ότι «ήταν πολιτικά δύσκολο να κλείσει η οικονομία και η κοινωνία αλλά τεχνικά εύκολη απόφαση» ενώ, όπως σημείωσε, τώρα συμβαίνει το αντίθετο.
«Έχει πολλά δευτερογενή στοιχεία που πρέπει να λάβουμε υπόψη (σ.σ. το σχέδιο άρσης των περιορισμών): Τα μέσα μεταφοράς, τα ωράρια λειτουργίας, τους χώρους συνάθροισης» πρόσθεσε ο Γιώργος Γεραπετρίτης.
«Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, διατηρώ αισιοδοξία ότι έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής μας σε ορισμένα πράγματα».
Ειδικά για τις μεταφορές και την τουριστική περίοδο ο υπουργός Επικρατείας αρχικά διευκρίνισε ότι «οι μεταφορές είναι και θέμα ευρωπαϊκό».
«Γίνονται διαβουλεύσεις. Θα πρέπει να υπάρχουν ενιαίοι κανόνες από το εξωτερικό. Θα έρχονται φιλοξενούμενοι (σ.σ. στην Ελλάδα) με κάποιου είδους πιστοποίηση. Θα επιχειρήσουμε με κάθε τρόπο να ελαχιστοποιήσουμε την κάθε πιθανότητα εξάπλωσης του ιού».
«Η πρόθεσή μας είναι ότι αν τα πράγματα πάνε με τη φορά που φαίνονται ότι πηγαίνουν, η διάθεσή μας είναι να ανοίξει ο τουρισμός σε μια δεύτερη φάση, όχι στο δίμηνο το μεταβατικό αλλά τον Ιούλιο. Εκεί θα δεχθούμε θα ανοίξουν τα καταλύματα τα εποχικά. Να υποδεχθούν τουρισμό εξωτερικά με τις απαραίτητες προφυλάξεις. Στον εσωτερικό τουρισμό θα υπάρχει άρση περιορισμών προ του Ιουλίου όταν τα επιδημιολογικά στοιχεία θα είναι τέτοια που θα δικαιολογούν αυτή την χαλάρωση».
Σύμφωνα με τον ίδιο «είμαστε χώρα που θα είμαστε δέκτης των πάντων γιατί είμαστε ο πιο υψηλός τουριστικός προορισμός αλλά και γιατί οι ανταγωνιστικοί προορισμοί είναι σε μεγάλη δυσχέρεια».
Ο κ. Γεραπετρίτης ρωτήθηκε και για το θέμα με την τηλεκατάρτιση των επιστημόνων μέσω ΚΕΚ εξηγώντας ότι «εμείς θελήσαμε εγκαίρως να δώσουμε ένα επίδομα τηλεκατάρτισης και με την ευκαιρία αυτή να απορροφήσουμε κοινοτικούς πόρους και να μην μειώνουμε ταμειακά διαθέσιμα. Επειδή θα έπρεπε να υπάρξει άμεση αποζημίωση έγινε πολύ δύσκολα το πρότζεκτ και γι’ αυτό η ποιότητα αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρινόταν ούτε σε αυτό που θέλαμε ούτε στο επίπεδο του επιστημονικού μας προσωπικού. Το αντιμετωπίσαμε, όμως, με πολιτική γενναιότητα και με αυτή την αφορμή θα εκσυγχρονιστεί το πλαίσιο των ΚΕΚ. Μέσα στο επόμενο δίμηνο θα φέρουμε πρόταση νομοθετική για την λειτουρία των ΚΕΚ».