*Γράφει η Βασιλική Χρυσοστομίδου
Η ρύθμιση, η οποία εισάγεται με την νέα εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας και έρχεται να «λύσει τα χέρια» των ψυχολόγων και των κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία, σε ό,τι αφορά την άμεση επικοινωνία τους με τους μαθητές χωρίς να απαιτείται προηγούμενη γονική συναίνεση, αποτελεί μία καινοτομία του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού. Παράλληλα, μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο, η προστασία των παιδιών ενισχύεται από την έναρξη λειτουργίας της νέας πλατφόρμας αναφορών σχετικά με περιστατικά βίας κατά ανηλίκων.
Η υφυπουργός Παιδείας, Δόμνα Μιχαηλίδου αναλύει στο protothema.gr το περιεχόμενο της νέας εγκυκλίου, που είναι στη διάθεση των σχολείων από τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, αναδεικνύοντας τα βασικά της σημεία αλλά και την ανάγκη, που ήρθε να καλύψει:
«Το ‘κλειδί’ της εγκυκλίου αυτής, είναι ότι ‘ξεκουμπώνει’ την πρώτη συνάντηση κοινωνικού λειτουργού ή ψυχολόγου εντός σχολείου, καθώς μέχρι τώρα μπορούσε να γίνει μόνο κατόπιν συναίνεσης γονέων. Το γεγονός αυτό, ήταν κάτι εξαιρετικά προβληματικό. Αν και επιθυμούμε να έχουμε το γονέα ενεργό συμμέτοχο στη διαδικασία στήριξης του παιδιού του, έχουμε διαπιστώσει, ότι στις περιπτώσεις, που η κακοποίηση ή η παραμέληση προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον, το πιο πιθανό σενάριο είναι η οικογένεια να μην συμφωνεί να γίνει αυτή η προσέγγιση από τους ειδικούς.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η παιδική κακοποίηση ή η παραμέληση προέρχεται κατά 80% από το οικογενειακό περιβάλλον, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο σημαντική είναι η ρύθμιση, που εισάγεται με τη συγκεκριμένη εγκύκλιο, αφού διαφορετικά, μπορεί να ‘χαθούν’ οι πιο δύσκολες και απαιτητικές περιπτώσεις. Προηγήθηκαν οι σχετικές συζητήσεις και με ειδικούς παιδικής προστασίας αλλά και με τη Βοηθό Συνηγόρου του Παιδιού, κ.Θεώνη Κουφονικολάκου, προχωρήσαμε στην έκδοση της εγκυκλίου». Όπως δε τονίζει η ίδια, ενισχύοντας τα λεγόμενά της, «μιλάω με γονείς θυμάτων – παιδιών, που έχουν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, παιδιών, που υπέστησαν εκφοβισμό και κακοποιητική συμπεριφορά εντός σχολείου. Και μου έχει κάνει εντύπωση, ότι τα περισσότερα – αν όχι όλα – είναι παιδιά, που υπάρχουν ήδη ψυχολόγοι στα σχολεία τους».
Τόσο η νέα εγκύκλιος, όσο και η έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας αναφορών περιστατικών βίας κατά ανηλίκων, η οποία προγραμματίζεται για το άμεσο μέλλον, βρίσκονται κάτω από τη μεγαλύτερη ομπρέλα της προστασίας των παιδιών απέναντι σε βίαιες ή κακοποιητικές συμπεριφορές.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την Πλατφόρμα Αναφορών, η κ. Μιχαηλίδου επισημαίνει: «Η λειτουργία της πλατφόρμας είναι διττή: Η μία είναι για να σπάσει τη σιωπή και να μπορέσουν τα παιδιά να αναφέρουν τα περιστατικά, τα οποία νιώθουν ότι είναι εις βάρος τους ή εις βάρος κάποιου άλλου παιδιού.
Η έτερη λειτουργία της, είναι πως διαμορφώνεται πλέον ένα σημαντικό ‘αποθετήριο’ τρόπων ή πρακτικών στήριξης του παιδιού. Περιέχει χρήσιμο υλικό, που απευθύνεται σε παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς. Συγκεκριμένα, μπορεί να παρέχει πληροφορίες σχετικά με υπηρεσίες, που μπορείς να απευθυνθείς, ενημέρωση γύρω από τους τρόπους υποστήριξης του συμμαθητή αλλά και παιχνίδια ενσυναίσθησης, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν από τους εκπαιδευτικούς μέσα στην τάξη, καλές πρακτικές με τη μορφή παιχνιδιών, ασκήσεων ή υποστηρικτικού υλικού ανάγνωσης και εμβάθυνσης, έτσι ώστε και οι γονείς να μαθαίνουν πως να διαχειρίζονται καταστάσεις. Ό,τι υπάρχει στην πλατφόρμα ως πληροφόρηση, είναι εγκεκριμένο από το υπουργείο και καλύπτει όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης».
Προκειμένου να μην ‘θάβονται’ οι καταγγελίες/αναφορές από τα παιδιά-θύματα και δεδομένης της ισχυρής πιθανότητας συγκάλυψης περιστατικών βίας ενάντια στα παιδιά από πλευράς σχολείου, ώστε να ‘διαφυλαχθεί το καλό τους όνομα’ ή ‘να μην αμαυρωθεί το προφίλ οικογενειών, οι γόνοι των οποίων επιδεικνύουν κακοποιητική συμπεριφορά προς τους συμμαθητές τους’, η πλατφόρμα προβλέπεται να είναι συνδεδεμένη και με άλλους φορείς.
«Όταν υπάρχει μόνο ένα ‘μάτι’ και μάλιστα ‘εσωτερικό’, δυστυχώς είναι πολύ πιο εύκολο να συγκαλυφθεί ένα περιστατικό. Είναι σημαντικό, ότι πλέον η καταγγελία ή η αναφορά δεν θα μένει ‘απλώς μέσα στο σχολείο», σημειώνει η κ.Μιχαηλίδου, διευκρινίζοντας: «Δύο θα είναι οι διαχειριστές της πληροφορίας: αφενός η διεύθυνση του σχολείου – είτε μαζί με έναν εκπαιδευτικό στην περίπτωση του δημοτικού, είτε μαζί με το σύμβουλο σχολικής ζωής στο γυμνάσιο-λύκειο, αφετέρου η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ανάλογα με την προέλευση της αναφοράς. Ήδη έχουμε στείλει τη σχετική εγκύκλιο σε κάθε Διεύθυνση, όπου θα συγκροτείται μία τετραμελής επιτροπή, η οποία θα είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και αξιολόγηση των αναφορών. Ό,τι γνωρίζει η μία πλευρά, αυτομάτως θα το γνωρίζει και η άλλη. Έτσι, δεν υπάρχει περιθώριο ‘κουκουλώματος’».
Η Πλατφόρμα Αναφορών θα είναι κοινή για τα ιδιωτικά και τα δημόσια σχολεία και η έναρξη λειτουργίας της προγραμματίζεται για τις επόμενες ημέρες: «Είναι έτοιμη σε ό,τι αφορά τις καταγγελίες/αναφορές. Προσπαθούμε να ολοκληρώσουμε την οργάνωση της πληροφορίας, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο δομημένη. Πρόθεσή μας είναι να τη βγάλουμε πριν τα Χριστούγεννα», θα πει η κ. Μιχαηλίδου. Πού έγκειται η διαφορά της συγκεκριμένης πλατφόρμας σε σχέση με τις αντίστοιχες άλλων οργανισμών για την παιδική προστασία; Όπως εξηγεί η ίδια: «Η σημαντική διαφορά της πλατφόρμας συνίσταται στην κλίμακά της. Ο τρόπος που καταχωρείται η πληροφορία είναι ο ίδιος για όλους, απόλυτα κωδικοποιημένος, ώστε να μην επιδέχεται παρερμηνείας. Τα ερωτηματολόγια είναι κλειστού τύπου, με απαντήσεις τύπου ‘ναι-όχι’ και ο χώρος για ελεύθερο κείμενο, πολύ λίγος. Η πληροφορία εισπράττεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δεν συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Λόγω του υψηλού επιπέδου κωδικοποίησης, θα είμαστε σε θέση, να συνάγουμε τα σχετικά συμπεράσματα στο τέλος της χρονιάς, σχετικά με την τυπολογία των περιστατικών ενώ θα είναι ξεκάθαρο, που μπορεί να χρειάζεται παρέμβαση ή στήριξη από τη δική μας πλευρά. Αλλά και ο κόσμος εμπιστεύεται περισσότερο κάτι το οποίο έχει γενική κλίμακα, καθολική εφαρμογή».
Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο σχετικά με τη λειτουργία της πλατφόρμας αναφοράς, είναι πως ο γονιός θα ενημερώνεται για την πρόοδο του θέματος. «Από τη στιγμή, που καταγραφεί η αναφορά, γίνεται λεπτομερής ενημέρωση σχετικά με την περαιτέρω πορεία της: αν γίνεται παραπομπή του θέματος στους κοινωνικούς λειτουργούς του σχολείου, στο ΚΕΔΑΣΥ, αν απαιτείται παραπομπή σε κοινωνικούς λειτουργούς ή ψυχολόγους εντός του πλαισίου της κοινότητας – δεν θα περιμένει, δηλαδή, ο γονιός να δει τι θα γίνει 6 μήνες μετά. Έτσι, νιώθει ανακούφιση, ότι κάποιος διαχειρίζεται το θέμα του παιδιού του».
Τις κινήσεις, που γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση, πρόκειται να εμπλουτίσει και η έναρξη μίας προσπάθειας αποτύπωσης διαφόρων ενεργειών, οι οποίες λαμβάνουν σήμερα χώρα αλλά όχι σε οργανωμένο πλαίσιο, με στόχο πάντα την προστασία των παιδιών.
Σύμφωνα με την υφυπουργό Παιδείας: «Προγράμματα συνήθως εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, τα οποία τρέχουν, για παράδειγμα, εταιρείες, ΑΜΚΕ ή σωματεία και στοχεύουν στην ενίσχυση των ανήλικων θυμάτων κακοποιητικής συμπεριφοράς, προγράμματα εγκεκριμένα από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, πρέπει να τα οργανώσουμε καλύτερα.
Δεν είναι απίθανο, ένα σχολείο της περιοχής να γίνεται παραλήπτης πολλών τέτοιων προγραμμάτων μέσα σε μία σχολική χρονιά, ενώ ένα άλλο σχολείο της ίδιας περιοχής, κανενός. Οπότε, χρειάζεται καλύτερη αποτύπωση των υπηρεσιών, που προσφέρονται στα σχολεία καθώς και η σχετική ανατροφοδότηση μετά την ολοκλήρωσή τους από τους φορείς, που τις παρέχουν, ενημερώνοντάς μας σχετικά με το σχολείο, που έτρεξε η δράση και το χρόνο αυτής, ώστε, στη συνέχεια, εμείς να βοηθούμε στην καλύτερη διάχυση προς την εκπαιδευτική κοινότητα με βάση τη ‘χαρτογράφηση’ αυτή».
Η τόσο αυστηρά δομημένη πληροφορία για περιστατικά βίας εναντίον των παιδιών, αναπόφευκτα διευκολύνει τη δημιουργία σχετικού μητρώου καταγραφής των περιστατικών αυτών.
Η κ. Μιχαηλίδου υπογραμμίζει πως «η πλατφόρμα από μόνη της, έχει ένα μητρώο. Το θέμα για μετά είναι – κι αυτό είναι το πολύ δύσκολο πάντα – η διασύνδεση με άλλα αντίστοιχα. Αυτός είναι ο σκοπός μας. Ξεκινάμε τώρα με αυτή τη μεγάλης κλίμακας προσπάθεια στο υπουργείο Παιδείας. Το είχαμε ξεκινήσει και στο υπουργείο Εργασίας με περιστατικά κακοποίησης για όλες τις δομές, που το αφορούσαν – από ορφανοτροφεία μέχρι βρεφονηπιακούς σταθμούς. Έχοντας αυτά τα παραδείγματα, σκοπεύουμε να το συνεχίσουμε και σε αθλητικά σωματεία αλλά και σε χώρους πολιτισμού και να δούμε πως όλη αυτή η πληροφορία, σε συνδυασμό με τα στοιχεία, που συγκεντρώνει η ΕΛΑΣ, μπορεί να ομογενοποιηθεί».