Δεν φαίνεται να έχουν πειστεί πάρα πολύ για την αξία των θεραπευτικών πρωτοκόλλων οι γιατροί, όπως αποδεικνύει μελέτη που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Πανελλήνιου Συνέδριου για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές Υγείας. Αν και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα πρέπει να εφαρμόζονται προκειμένου να μπαίνουν κόφτες ως προς της συνταγογράφηση, φαίνεται πως η σπατάλη αρκετού χρόνου για την ενασχόληση με αυτά λειτουργεί αντίστροφα με τους γιατρούς να εκφράζονται οριακά θετικοί σχετικά με τα οικονομικά οφέλη που μπορεί να προκύψουν για το ΕΣΥ.
Ειδικότερα σε μελέτη που έγινε το διάστημα Ιούνιο – Ιούλιο 2022 και αφορούσε σε 82 γιατρούς 4 ειδικοτήτων που διαχειρίζονται περιστατικά διαβήτη και καρδιακής ανεπάρκειας, τα συμπεράσματα είναι αρκετά ενδεικτικά. Επισημαίνεται ότι οι γιατροί είναι έμπειροι γιατροί με πάνω από 10 χρόνια εμπειρίας, ενώ το 77% αυτών εργάζεται στο Δημόσιο τομέα, με το δε 76% του συνόλου να μην έχει κάποια βοήθεια από συνεργάτη για νέες τεχνολογίες.
Όπως μάλιστα επεσήμαναν ο μέσος χρόνος για την ενασχόληση με τεχνολογίες ήτα της τάξης 1-2 ώρες.
Βασικά ευρήματα της μελέτη
Στην ερώτηση ποια είναι η προστιθέμενη αξία από τη χρήση όσον αφορά στην επιλογή της κατάλληλης θεραπείας, οι γιατροί ήταν ιδιαίτερα θετικοί, καθώς οι 73 στους 82 απάντησαν από «αρκετά έως πάρα πολύ», όσον αφορά στο διαβήτη και αντίστοιχα οι 63 στους 82, όσον αφορά στην καρδιακή ανεπάρκεια.
Σε υψηλά ποσοστά επίσης κινήθηκαν οι θετικές απαντήσεις και όσον αφορά στην συμβολή των πρωτοκόλλων σχετικά με την εφαρμογή της βέλτιστης κλινικής πρακτικής. Συγκεκριμένα στην περίπτωση του διαβήτη για τους 72 στους 82 κινήθηκαν επίσης από «αρκετά έως πάρα πολύ» και οι 64 στους 82 όσον αφορά στην καρδιακή ανεπάρκεια. Αυτό δικαιολογείται και από το γεγονός ότι οι γιατροί φαίνεται να έχουν μικρότερη ανασφάλεια καθώς βασίζονται και σε πρακτικές από μεγάλες βάσεις δεδομένων.
Η ίδια τάση εντοπίζεται και όσον αφορά στην επαναληψιμότητα συνταγογράφησης σε σταθεροποιημένους ασθενείς, με τους θετικούς γιατρούς να είναι 69 και 59 σχετικά με το διαβήτη και την καρδιακή ανεπάρκεια αντίστοιχα. Επίσης υψηλά είναι τα ποσοστά και σχετικά με την αξία των πρωτοκόλλων όσον αφορά στην πρόσβαση σε διαγνωστικές εξετάσεις οι οποίες απαιτούνται για τον προσδιορισμό φαρμακευτικής αγωγής.
Εδώ πάντως παρατηρείται σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες μια σχετική ανασφάλεια των γιατρών με τις περισσότερες απαντήσεις να είναι κυρίως στο «Αρκετά», κρύβοντας δηλαδή ένα «ναι μεν αλλά». Επίσης φαίνεται πως υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των ευρημάτων των εξετάσεων και στην επιλογή της συνταγογράφησης.
Ακόμη, οι γιατροί δεν θεωρούν ότι τα πρωτόκολλα βοηθούν τόσο πολύ στην ενημέρωση για την αλληλεπίδραση μεταξύ φαρμάκων με τις περισσότερες απαντήσεις να κινούνται στο «Αρκετά», 38 για διαβήτη και 26 για καρδιακή ανεπάρκεια. Επίσης και στην ερώτηση για τη βελτιστοποίηση του κόστους στο σύστημα υγείας και πάλι οι απαντήσεις είναι οριακά θετικές και βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο με 40 και 30 γιατρούς για κάθε μία από τις προαναφερθείσες νόσους.
Σχετικά με το τελευταίο διαπιστώνεται λοιπόν ότι οι γιατροί δεν θεωρούν ότι η εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων βοηθά σε κάποιας μορφής πειθαρχεία σχετικά με την τήρηση κάποιων προϋπολογισμών.
Οι γιατροί επίσης φαίνεται να δυσκολεύονται ως προς τη χρήση καθώς και εδώ οι περισσότερες απαντήσεις 35 και 28 για διαβήτη και καρδιακή ανεπάρκεια είναι κοντά στο “Αρκετά” στην ερώτηση αν είναι εύκολη η πρόσβαση στην διαδικτυακή εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων.
Διαβάστε επίσης:
Νοσοκομειακά φάρμακα: Υπό εξέταση νέο πλαίσιο χορήγησης των καινοτόμων σκευασμάτων