Οι σκληρές πολιτικές ελέγχου της πανδημίας που εφάρμοσαν πολλές χώρες σε μια προσπάθεια να ελέγξουν τον κορωνοϊό τελικά σχετίζονται με ελαφρώς χειρότερη ψυχική υγεία και χαμηλότερη αξιολόγηση της ποιότητας ζωής, σύμφωνα με δύο νέες μελέτες που αξιολόγησαν στοιχεία από 15 χώρες, την περίοδο Απριλίου 2020-Ιουνίου 2021.
Σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύεται στο The Lancet Public Health, διαπιστώνεται ότι οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία που σχετίζονται με τα σκληρά lockdown ήταν χειρότερες για τις γυναίκες γενικά και τις γυναίκες που ζούσαν σε νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά σε σύγκριση με τους άνδρες όλων των ηλικιών. Σε εθνικό επίπεδο, οι χώρες που στόχευαν στην εξάλειψη της κοινοτικής μετάδοσης της COVID-19 εντός των συνόρων τους παρουσίασαν λιγότερους θανάτους και ισοδύναμες ή καλύτερες τάσεις ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας από χώρες που στόχευαν στον έλεγχο της μετάδοσης.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο χρησιμοποίησαν διάφορες στρατηγικές και εξέδωσαν διάφορες κατευθυντήριες οδηγίες για τον περιορισμό της πανδημίας COVID-19. Ωστόσο, τα μέτρα περιορισμού δεν ήταν ομοιογενή. Ορισμένες χώρες υιοθέτησαν «φιλόδοξες» στρατηγικές εξάλειψης με στόχο τη μηδενική μετάδοση εντός της κοινότητας. Άλλες χώρες επέλεξαν να επιβραδύνουν τη μετάδοση μέσω ενός συνδυασμού διαλειμματικών lockdown, κλεισίματος επιχειρήσεων και σχολείων, κοινωνικής απόστασης, μάσκες και ακύρωσης δημόσιων συγκεντρώσεων και περιορισμών στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Χώρες όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία εφάρμοσαν νωρίς στοχευμένες δράσεις όπως οι διεθνείς ταξιδιωτικοί περιορισμοί, το testing και η ιχνηλάτηση, που συντέλεσαν σε χαμηλότερα επίπεδα λοιμώξεων COVID-19 και τους έδωσαν τη δυνατότητα για πιο ήπιες στρατηγικές ελέγχου εντός των συνόρων τους. Στον αντίποδα, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξαν λιγότερο αυστηρούς διεθνείς ταξιδιωτικούς περιορισμούς και στόχευαν στον έλεγχο – αντί της εξάλειψης – του ιού μέσω αυστηρών και μακροχρόνιων εσωτερικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων της φυσικής απόστασης και της παραμονής στο σπίτι.
«Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαίνεται ότι οι κάποιες χώρες εφάρμοσαν πολύ πιο σκληρές στρατηγικές από άλλες λόγω των διεθνών ταξιδιωτικών απαγορεύσεών τους. Αλλά, στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι εντός αυτών των χωρών απολάμβαναν περισσότερη ελευθερία και λιγότερο περιοριστικά εγχώρια μέτρα συνολικά», λέει η Δρ Lara Aknin, από το Πανεπιστήμιο Simon Fraser του Καναδά, συγγραφέας της πρώτης μελέτης.
Ενώ η πρώτη μελέτη δείχνει ότι ο τύπος και ο χρόνος του περιορισμού της πανδημίας παίζει έναν ρόλο στον καθορισμό των επιπτώσεων στην ψυχική υγεία, η δεύτερη μελέτη δείχνει ότι αυτές γίνονται δυσανάλογα αισθητές από διαφορετικές ομάδες.
Μαζί, τα ευρήματα ενισχύουν την ιδέα ότι τα αυστηρότερα μέτρα μπορεί να οδηγήσουν σε δυσμενή αποτελέσματα για την ψυχική υγεία και οι αποτελεσματικές πολιτικές για τον περιορισμό της πανδημίας πρέπει να συμβαδίζουν με στρατηγικές και πόρους για την αντιμετώπιση των ζητημάτων ψυχικής υγείας του γενικού πληθυσμού και εκείνων που κινδυνεύουν περισσότερο.
Τι έδειξαν οι μελέτες
Για να αξιολογηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές περιορισμού της COVID-19 επηρέασαν την ψυχική υγεία, η πρώτη μελέτη συνδύασε δεδομένα για την αυστηρότητα των μέτρων με δεδομένα ψυχικής υγείας που συλλέγονταν ανά δεκαπενθήμερο από 15 χώρες. Οι χώρες ομαδοποιήθηκαν με βάση την ανταπόκρισή τους στην πανδημία COVID-19 από τον Απρίλιο του 2020 έως τον Ιούνιο του 2021 είτε ως «εξολοθρευτές» (Αυστραλία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη και Νότια Κορέα) είτε ως «μετριαστές» (Καναδάς, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Νορβηγία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο).
Όταν εξετάστηκαν μεμονωμένες πολιτικές, αυτές που οδηγούν σε απώλεια κοινωνικής σύνδεσης και υιοθετήθηκαν κυρίως σε χώρες μετριασμού (π.χ. περιορισμοί στις συγκεντρώσεις και παραμονή στο σπίτι) συνδέθηκαν με μεγαλύτερη ψυχολογική δυσφορία και χαμηλότερη αξιολόγηση της ποιότητας ζωής. Από την άλλη πλευρά, πολιτικές κλεισίματος σχολείων, επιχειρήσεων, απαγόρευσης δημοσίων εκδηλώσεων και περιορισμών στα μέσα μαζικής μεταφοράς καθώς και οι περιορισμοί στα ταξίδια εσωτερικού, δεν σχετίστηκαν με την ψυχική υγεία.
Τα αυστηρότερα μέτρα συνδέθηκαν γενικά με αρνητικότερες απόψεις για τον χειρισμό της πανδημίας από την κυβέρνηση και, ως εκ τούτου, στην ψυχική υγεία. Οι αξιολογήσεις για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίστηκε την πανδημία ήταν πιο θετικές στις χώρες που επέλεξαν την εξάλειψη αντί του μετριασμού του κορωνοϊού.
Με την πάροδο του χρόνου, παρατηρήθηκε μείωση της αρνητικής συσχέτισης μεταξύ της αυστηρότητας και της ψυχικής υγείας, εν μέρει λόγω της επίδρασης της αυστηρότητας στη μείωση των θανάτων. Και βασιζόμενοι σε προηγούμενες έρευνες, οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η επίδραση των αυστηρών πολιτικών στη μείωση των θανάτων είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που παρατηρήθηκε στα δυσμενή αποτελέσματα επί της ψυχικής υγείας.
«Η έρευνά μας δείχνει ότι εκτός από την ένταση της ίδιας της πανδημίας, ο τύπος της πανδημικής αντίδρασης κάνει τη διαφορά στην ψυχική υγεία των ανθρώπων. Οι στρατηγικές μετριασμού μπορεί να σχετίζονται με χειρότερα αποτελέσματα ψυχικής υγείας τουλάχιστον εν μέρει επειδή τα μέτρα περιορισμού, όπως μεγάλες περίοδοι καραντίνας και σωματικής απόστασης, μπορούν να εμποδίσουν τις κοινωνικές επαφές. Ωστόσο, καθώς οι αυστηρότερες πολιτικές αποδεικνύεται ότι είναι αποτελεσματικές στη μείωση των θανάτων, μπορεί να συμβάλουν στην αντιστάθμιση των επιπτώσεων που έχουν στην ψυχολογική δυσφορία», εξηγεί ο συγγραφέας της μελέτης Δρ Rafael Goldszmidt.
Και προσθέτει πως «οι στρατηγικές που στοχεύουν στην εξάλειψη της μετάδοσης με στοχευμένη αυστηρότητα μπορούν να μειώσουν τους θανάτους ενώ παράλληλα προστατεύουν την ψυχική υγεία των ανθρώπων».
Οι γυναίκες επλήγησαν περισσότερο από τα lockdown
Η δεύτερη μελέτη, που βασίζεται σε εθνικά αντιπροσωπευτικά δεδομένα από την Αυστραλία, υπογραμμίζει ότι οι επιπτώσεις του lockdown στην ψυχική υγεία δεν έγιναν εξίσου αισθητές σε όλες τις δημογραφικές ομάδες. Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν δεδομένα από περισσότερα από 20.000 άτομα που συμπεριλήφθηκαν στην Έρευνα HILDA στην Αυστραλία. Συνέκριναν την ψυχική υγεία των ατόμων στην Πολιτεία της Βικτώρια κατά τη διάρκεια του lockdown (η ομάδα παρέμβασης) σε σχέση με την ψυχική τους υγεία το έτος πριν από το lockdown και συνέκριναν αυτή τη σχετική αλλαγή με την αλλαγή στην ψυχική υγεία των κατοίκων που ζούσαν στην υπόλοιπη Αυστραλία (η ομάδα ελέγχου) με σχετικά λιγότερους περιορισμούς.
Η ανάλυση των στοιχείων έδειξε ότι το lockdown είχε σημαντική, αλλά σχετικά μικρή, αρνητική επίδραση στην ψυχική υγεία. Ενώ η εμπειρία του lockdown μείωσε ελαφρώς τα σκορ ψυχικής υγείας στον πληθυσμό της μελέτης, οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό να υποστούν συνέπειες στην ψυχική τους υγεία από τους άνδρες, ειδικά εκείνες μεταξύ 20 και 29 ετών. Δεν υπήρξαν σημαντικές επιδράσεις για τους εφήβους και των δύο φύλων και καμία επίδραση για τους νεότερους άνδρες (ηλικίας 20-29 ετών). Εν τω μεταξύ, οι άνδρες ηλικίας 55 ετών και άνω είδαν βελτίωση στην ψυχική τους υγεία κατά τη διάρκεια του lockdown!
Παρατηρήθηκαν επίσης μετρίως μεγάλες επιπτώσεις για τις γυναίκες που ζούσαν σε νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά. Είχαν περισσότερες πιθανότητες από οποιαδήποτε άλλη ομάδα να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία, ενώ οι άνδρες σε νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά και χωρίς παιδιά είχαν μόνο μέτριες αρνητικές επιπτώσεις. Δεν βρέθηκε καμία αρνητική επίδραση του lockdown για τις ανύπαντρες μητέρες.
«Οι γυναίκες, ειδικά εκείνες που ζούσαν σε οικογένειες με εξαρτώμενα παιδιά, έχουν πληγεί περισσότερο και ήταν πιο πιθανό από τους άνδρες σε οποιαδήποτε ηλικιακή ομάδα να δουν μείωση της ψυχικής τους υγείας. Αυτή η επίδραση λόγω φύλου μπορεί να οφείλεται στον πρόσθετο φόρτο εργασίας που σχετίζεται με την εργασία από το σπίτι, ενώ πρέπει να φροντίζουν και τα παιδιά τους ταυτόχρονα, εντείνοντας τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες στο νοικοκυριό», σχολιάζει ο συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Mark Wooden από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.
Και συμπληρώνει ότι «μπορεί να φαίνεται απροσδόκητο, αλλά αυτό δεν ίσχυε για τις ανύπαντρες μητέρες. Ένας λόγος για αυτό μπορεί να είναι το πακέτο οικονομικής στήριξης που παρείχε η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Αυστραλίας σε αυτήν την ομάδα, το οποίο θα μπορούσε να μειώσει τις ανησυχίες και το άγχος σχετικά με τα lockdown. Επιπλέον, οι ανύπαντρες μητέρες είναι πιο πιθανό να έχουν βιώσει τη ζωή χωρίς ισχυρό σύστημα υποστήριξης πριν από την πανδημία. Ως εκ τούτου, μπορεί να το βρήκαν πιο εύκολο να προσαρμοστούν σε ξαφνικές αλλαγές από ό,τι οι γυναίκες με σύντροφο/σύζυγο».
Διαβάστε επίσης
Τι μας δίδαξε η πανδημία – Το επόμενο βήμα στη δημόσια υγεία
Πανδημία: Τι άλλαξε στη ζωή μας δύο χρόνια μετά – Οι συνήθειες και οι φόβοι που κυριαρχούν